Βαβέλ
Ίδρυμα Μιχάλης ΚακογιάννηςΚωνσταντίνος Ρήγος
Έρι Κύργια
Χρήστος Τζιόγκας
Μαίρη Τσαγκάρη
Μαρκέλλα Μανωλιάδη
Άγγελος Παναγόπουλος
Κωνσταντίνος Γεωργαντάς
Μιχάλης Κριεμπάρδης
Μαρκέλλα Μανωλιάδη
Γιάννης Μίχος
Χρήστος Στρινόπουλος
Χοροθέατρο Οκτάνα
Κωνσταντίνος Ρήγος, ένας από τους μεγαλύτερους πρωτότυπους δημιουργικούς χορογράφους και σκηνοθέτες της σύγχρονης εποχής. Η «Βαβέλ» του από το «Χοροθέατρο ΟΚΤΑΝΑ» στο πάντα καινοτόμο ΊΔΡΥΜΑ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗ τον καθιερώνει ως πρώτο μεταξύ ίσων στη χορεία των μεγάλων σύγχρονων δημιουργών παραστατικών Τεχνών.
Του Κωνσταντίνο Μπούρα
Το αδιέξοδο των ανθρωπίνων ερωτικών σχέσεων και η αδυναμία επικοινωνίας ΚΑΙ γλωσσικής ΚΑΙ παραγλωσσικής, αφού η περίφημη «σωματικότητα» κι η σεξουαλική απελευθέρωση μοιάζουν πλέον σα να αναχαίτισαν την δημιουργική συνάντηση των έλλογων όντων… Η συμβολική «Βαβέλ» είναι εδώ σωματική, οργανικά δεμένη με τον αυτισμό, τον εγωισμό και τον ατομοκεντρισμό του σύγχρονου πολιτισμού μας, ο οποίος οδεύει προς την πλήρη θεοποίηση του «εγώ» εις βάρος του «εμείς» και τα ταλαίπωρα ζωντανά ψάχνουν ρωγμές στην πανοπλία των άλλων, των συνανθρώπων τους, που ορίζονται ευθύς εξαρχής είτε ως αντίπαλοι-ανταγωνιστές είτε ως αντικείμενα εκμετάλλευσης ή πεδίο ασκήσεως ανομολογήτων και άγαρμπα εκδηλωθεισών επιθυμιών κι ανίερων πόθων. Το αγνό άγγιγμα κι η ερωτική τρυφερότητα μετατρέπονται σε μανία κατάκτησης, απομύζησης, αποχύμωσης, εξανδραπόδισης. Κανένα περιθώριο για αγγελικές καταστάσεις. Ο ρομαντισμός μια φενάκη που έσκασε προ πολλού ως πομφόλυγα, κοινώς «σαπουνόφουσκα», μαζί με όλες τις αυταπάτες. Όσο κι αν διατηρούμε ακόμα κάποιες ψευδαισθήσεις, η ελεύθερη διάχυση της πληροφορίας δεν είναι Γνώση και πόρρω απέχει της Σοφίας. Το σύγχρονο άτομο έντρομο ψάχνει να αρπαχτεί από σώματα άλλων, καβαλικεύει πάνω τους, τα χρησιμοποιεί ως εφαλτήρια, όμως δεν φτάνει στον ουρανό, δεν δραπετεύει από το κελί του, δεν βλέπει καν το φως που περνάει από τον φεγγίτη αφού το προφητικό πλατωνικό-σωκρατικό «Σπήλαιο των Ιδεών» ΔΕΝ έχει φεγγίτες. Η πλήρης ασφυξία, το αδιέξοδο απόλυτο. Η πλέον τρομακτική υπαρξιακή κραυγή που εξέπεμψε ποτέ (μετά τον Νιζίνσκυ) δημιουργικός καλλιτέχνης. Ο Κωνσταντίνος Ρήγος ξεπέρασε επί τέλους την εμμονή με το κιτς και την διακωμώδησή του, τώρα βλέπει τον κόσμο ως μπαρόκ Ιερώνυμος Μπος, ξέρει πως αυτή η Κοιλάδα των Δακρύων, η Τεχνολογική σκλαβιά που απειλεί να υποδουλώσει όλα τα αδέσμευτα κι ελεύθερα όντα του πλανήτη σφίγγει τόσο ανεπαίσθητα και σταδιακά το λαιμό μας ώστε νομίζουμε τον απαγχονισμό σχεδόν ερωτικό κι εκστασιαζόμεθα πανέτοιμοι να πεθάνουμε γιατί η ζωή δεν μοιάζει να έχει πια κάποιο νόημα, αφού απομακρυνθήκαμε από τη Φύση και τους ρυθμούς του πλανήτη Γαία. Προτείνω αυτό το θέαμα να ενταχθεί σε εγχώριες και διεθνείς φεστιβαλικές εκδηλώσεις, να βιντεοσκοπηθεί, να γίνει ταινία, τηλεταινία… έτσι ώστε να το δουν όσο το δυνατόν περισσότερα ορφανά, που δεν βρίσκουν ιδεολογική στέγη και ταυτότητα έτσι ώστε να αναλογιστούν τις συνέπειες των σημερινών επιλογών και της εκλεπτυσμένης αφ’ υψηλού αδράνειάς μας. Είναι η πρώτη φορά μετά από είκοσι και πλέον χρόνια που με τις χορογραφίες του Μωρίς Μπεζάρ και τις στερνές της Μάρθας Γκράχαμ συνειδητοποίησα πως το θέατρο είναι ένας σύγχρονος ναός και το μπαλέτο μια αρχετυπική τελετουργία όπου τα ένστικτα και τα ορμέφυτα συνυπάρχουν με τις ανώτερες πνευματικές λειτουργίες του ανθρώπου. Κι αυτά τα λέω δίχως ίχνος υπερβολής, απλώς και μόνον προκειμένου ως κριτικός που σέβεται το λειτούργημά του να επισημάνω κάτι που μέσα στον καταιγισμό των δράσεων, επιδράσεων, αντιδράσεων και των πάσης φύσης οργιαστικών καλλιτεχνικών δρωμένων θα μπορούσε να «παραπέσει» ή ακόμα και να «χαθεί». Αν και το εξαιρετικό υπερέχει πάντα του μετρίου και τραβάει πάντα την προσοχή, ειδικά όταν οι υπολειμματικοί κι υπολειπόμενοι, ακόμα κι ειδικά όταν είναι «χρυσές μετριότητες» σιωπούν και καμώνονται πως αγνοούν το καινοτόμο. Έχω τη χαρά και την τιμή να είμαι από τους πρώτους σχεδόν που αντελήφθησαν ότι κάτω από το προκλητικό φαινόμενο «Ρήγος» υπήρχε μία συμπαντική καρδιά που πάλλει με αγωνία. Τα υπόλοιπα ήταν θέμα χρόνου να έρθουν. Και η Αισθητική δεν χαρίζεται, δεν κληρονομείται, δεν απονέμεται. Κατακτάται.
Εξαιρετικά και τα τέσσερα «παιδιά» (Ερμηνεία // Δημιουργική Συνεργασία στην Χορογραφία: Μιχάλης Κριεμπάρδης, Μαρκέλλα Μανωλιάδη, Γιάννης Μίχος, Χρήστος Στρινόπουλος) από το «Χοροθέατρο Οκτάνα». Οδήγησαν το ανθρώπινο σώμα πέρα από τα φυσικά όρια του πόθου προκειμένου να τονίσουν τον άλογο, υπερβάλλοντα, αδιέξοδο κι αυτοκαταστροφικό πόθο του… Συγκλονιστική η «κηρώδης ευπλασία» τους (ceracious pliancy) μερικές φορές θύμιζε τον Νιζίνσκυ από το «Απομεσήμερο ενός φαύνου» κι άλλες φορές τον Χούλιο Μπόκα, τον Νουρέγιεφ και πολλά άλλα «ιερά τέρατα» που μας δείχνουν έμπρακτα πού μπορούμε να φτάσουμε αν θελήσουμε, αν αποφασίσουμε, αν επιλέξουμε να εγκαταλείψουμε την παραμυθική και παροιμιώδη αδράνειά μας προκειμένου να αντιστρέψουμε την εντροπία του συστήματος «ανθρώπινος πολιτισμός» τα τελευταία δύο χιλιάδες χρόνια…
Συνταρακτικός ο τρόπος που χόρεψαν αποδομώντας το «Μπολερό» του Ραβέλ. Ο Σίσυφος κι ο Τάνταλος ενσαρκώθηκαν επί σκηνής και βίωσαν το αρχετυπικό βασανιστήριό τους. Ιδιοφυία ο Κωνσταντίνος Ρήγος έπλασε ένα θέαμα αρχετυπικό και μνημειώδες στην τραγικότητά του. Ο σύγχρονος άνθρωπος εικονοποιείται στο θέαμα αυτό με έναν τρόπο ανατριχιαστικό. Τα υπαρξιακά του αδιέξοδα κι η ασίγαστη ανάγκη του για επικοινωνία κραυγάζουν με έναν τρόπο αισθητικό αλλά και ανατριχιαστικό.
Πηγή: https://grafei.wordpress.com/2018/05/30/βαβελ-από-τον-κωνσταντίνο-ρήγο-μία-αθ/
Του Νίκου Ξένιου
Ακούραστος ο Κωνσταντίνος Ρήγος, στο φυσικό του περιβάλλον και πάλι, χέρι χέρι με τη Μαρκέλλα Μανωλιάδη και τους τρεις άντρες χορευτές του: η «Οκτάνα» παρουσιάζει, έπειτα από εκτενή αυτοσχεδιασμό, τη «Βαβέλ» στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Το έργο, θα μπορούσε κανείς να πει, είναι προφητικό για την ανθρωπότητα του μεταπυρηνικού ολέθρου. Λάβα φλεγόμενη καλύπτει τη σκηνή, αποκαΐδια μετά από την καταστροφή: μπορεί να ξαναδημιουργηθεί η ανθρωπότητα μετά το τέλος;
Βαβέλ της συγχίσεως
Ο άνθρωπος είναι αλαζών και η Βαβέλ της Παλαιάς Διαθήκης συνοψίζει την τιμωρία της ασυνεννοησίας, της σύγχυσης: «διά τοῦτο ἐκλήθη τό ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῖ συνέχεε Κύριος τά χείλη πάσης τῆς γῆς, καί ἐκεῖθεν διέσπειρεν αὐτούς Κύριος ἐπί πρόσωπον πάσης τῆς γῆς». Τα εξαιρετικά κοστούμια της Νατάσας Δημητρίου προετοιμάζουν για τη γυμνότητα που θα ακολουθήσει, σχεδιάζοντας τον ηθικό βόρβορο του βιβλικού μύθου χωρίς να τον εξιστορούν. Η σκηνή είναι μια τεράστια εξέδρα, κάτω από την οποία κυλούν κι επανεμφανίζονται οι χορευτές. Ο Κωνσταντίνος Ρήγος με τη Μαίρη Τσαγκάρη σχεδιάζουν ένα κρατήρα ενεργό σαν εφιαλτικό χείλος πηγαδιού, απ’ όπου αναδύονται έρποντας δύο άντρες και μια γυναίκα. Πολύ γρήγορα θα ανασύρουν από εκεί τον τρίτο άντρα, ώστε να ξεκινήσει μια πυρετώδης προσπάθεια να «στηθούν» ξανά οι σκηνές της «ανθρωπινότητας». Με έντονο σαρκασμό περνούν σε tableaux vivants, ακινητοποιώντας τα «περάσματα» αυτά που αμέσως μετά, σε επιταχυνόμενο ρυθμό, θα επαναληφθούν σε ανδρικό σόλο. Είναι εντυπωσιακή η διαδοχή των κινήσεων σε μια σύνθεση καλά αρμοσμένη προς τη μουσική, ενώ ο λυρισμός είναι διάχυτος: τα ακινητοποιημένα στιγμιότυπα παρελαύνουν μπροστά στα μάτια των θεατών ως instantanées, υλικό για τη σύνθεση μιας ενιαίας, ροϊκής κίνησης.
Η πρώτη σκηνική φράση είναι: «Μετά το γκρέμισμα» και παραπέμπει σε ένα νέο ξεκίνημα, μια νέα προσπάθεια που προϋποθέτει την ανθρώπινη ανωτερότητα. Σε συνεχές κουαρτέτο αποδίδεται η αίσθηση της υπεροχής και του θριάμβου, υπό τον ήχο της μουσικής του Θοδωρή Ρέγκλη, που είναι μινιμαλιστική, όπως άλλωστε και η χορογραφία, όπως και οι φωτισμοί του Χρήστου Τζιόγκα. Τοποθετημένη εκτός χρόνου, η σκηνή όπου διαδραματίζεται το έργο δεν αναφέρεται καν σε συγκεκριμένο τόπο: είναι ένα μεταπολεμικό, φουτουριστικό σχεδίασμα μιας Wasteland που φιλοδοξεί στην αποκατάσταση των θραυσμάτων της ύπαρξής μας και στο ξαναστήσιμο ενός νέου μύθου. Στην ουσία οι χορευτές υποδύονται τους ανθρώπους, που μετά από μια πτώση ανασυστήνουν τον ίδιο τους τον εαυτό. «Ρημαγμένοι, εγκαταλελειμμένοι σε μια τετράγωνη πλατφόρμα γεμάτη μαύρη ηφαιστειακή λάβα –η εικόνα του καμένου με την λάμψη της παλιάς αίγλης να αχνοφαίνεται– προσπαθούν να αναδημιουργήσουν την ύπαρξή τους, μετά την καταστροφή προσπαθούν πρώτα να θυμηθούν, μετά να αισθανθούν, ύστερα να γίνουν ομάδα. Να νιώσουν δυνατοί αλλά μόνοι και τότε, μόνο τότε, να ξαναφτιάξουν τη Βαβέλ να φτάσουν πάλι ψηλά ώστε να ξαναγκρεμιστούν» λέει σε συνέντευξή του ο Κωνσταντίνος Ρήγος.
Μπορώ να σε αγγίξω, να σε δημιουργήσω πάλι;
Ουσιαστικά η «Βαβέλ» μιλά για το άγγιγμα ή για την απόπειρα αγγίγματος, που δύσκολα επιτυγχάνεται, γιατί σαν αγέλη τα αρσενικά διεκδικούν τη θηλυκή σάρκα, σαν αγέλη ανταγωνίζονται το ένα το άλλο, σαν φυσικά όντα αγγίζουν το ένα το άλλο και υπό το κράτος του φυσικού και αβίαστου ερωτισμού τους αναπτύσσουν τόσο το ετεροφυλόφιλο, όσο και το ομοφυλόφιλο άγγιγμα σε όλο τους το εύρος. Το κυριότερο, όμως, είναι πως η Μαρκέλλα Μανωλιάδη, ο Μιχάλης Κριεμπάρδης, ο Γιάννης Μίχος και ο Χρήστος Στρινόπουλος θα συστήσουν τον πυρήνα της επαναδημιουργίας του ανθρώπινου είδους πάνω στον κατακερματισμένο ερωτισμό: μια γυναίκα αρκεί για να αναπαραχθεί το είδος. Ο Ρήγος ξέρει πως η χορογραφία του ολοκληρώνεται με την εμπιστοσύνη που δείχνει στη μαεστρική συμβολή της Μαρκέλλας Μανωλιάδη. Γνωρίζει πώς τα σώματα των χορευτών θα υπερβούν τα όριά τους και θα φτάσουν στα όρια της αντοχής τους. Έντονη η σωματικότητα στη δημιουργία αυτήν, που αφήνει τους χορευτές του να ξεδιπλώσουν την πλήρη γκάμα της δημιουργικότητάς τους.
Η χορογραφικά αρτιότερη στιγμή της παράστασης θα ξεκινήσει με ένα μοτίβο ευέλικτης, κυκλικής κι επαναλαμβανόμενης πλάγιας κίνησης των χεριών, την οποία θα επαναλάβουν σταδιακά, ένας ένας, οι άλλοι τρεις: αρχικά η εξαιρετική αυτή κίνηση θα επαναληφθεί σε ακολουθία, με χρονική καθυστέρηση. Λίγο λίγο όμως θα συγχρονιστούν οι δύο πρώτοι, για να «μπει» κατόπιν σε τρίο και ο τρίτος και να καλύψουν κυριολεκτικά τον χρόνο, σαν να τον ανακτούν πλήρως. Η κίνηση της Μαρκέλας Μανωλιάδη και σε αυτό το σημείο θα διαφοροποιηθεί, επαναλαμβάνοντας το μοτίβο μέχρις ενός σημείου μόνο, ούτως ώστε να υποδηλώσει την «αντίσταση» στην ομογενοποίηση και απορρόφηση της ομάδας. Τα δύο ντουέτα (άντρας με γυναίκα και άντρας με άντρα) και τα soli των δύο ανδρών διαδέχονται τον κύριο άξονα «κουαρτέτου» πάνω στον οποίο έχει στηθεί η όλη σύλληψη. Χωρίς αμφιβολία, η δραματουργική παρέμβαση της Έρις Κύργια κατορθώνει να κλιμακώσει τα συναισθήματα, περνώντας στην οργή, στην απελπισία, στην έξαρση του πάθους, στη ζήλεια, στη διεκδίκηση, στην έλξη και στην απώθηση, που στοιχειοθετούνται διαδοχικά και υποστηρίζονται σθεναρά σε μια περίπλοκη, υψηλών απαιτήσεων χορογραφία, που θα κλείσει με το ερώτημα: «Μπορούμε να ξαναμιλήσουμε;».
Πηγή: https://www.bookpress.gr/politismos/theatro-xoros/babel-konstantinos-rigos-oktana
Της Μαρίας Χατζηλοϊζου
Ξεκίνησα να γράφω το άρθρο για το έργο ΒΑΒΕΛ και δεν ξέρω ακόμη ποιο τίτλο να βάλω. Αυτό είναι ένα καλό σημάδι ότι αυτό που είδα με έκανε να νιώσω τόσο όμορφα, μου έδωσε πολλές πληροφορίες, πήρε πράγματα από ΄μένα, του άφησα ένα κομμάτι δικό μου, με συγκίνησε, με έκανε να χαρώ, με… με… με…
Με βοηθά να αρχίζω από την άφιξη μου στον χώρο του εκάστοτε δρώμενου. Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, Πειραιώς 206, Αθήνα. 30 Μαΐου 2018. Δεύτερη παράσταση της παραγωγής του Χοροθεάτρου ΟΚΤΑΝΑ, του κ. Κωνσταντίνου Ρήγου. Έφτασα 7.45μ.μ. Πριν από ‘μένα ανέβαιναν τα σκαλιά της εισόδου ο Κωνσταντίνος και ο Άγγελος. Πίσω τους εγώ με την κόκκινη – signature πλέον – τσάντα ώμου, να σκέφτομαι «πόσος συγχρονισμός επιτέλους»! Να κανονίζαμε να βρεθούμε δεν θα τα καταφέρναμε, πιστεύω!
Περιμένω, περιμένω, περιμένω… μέχρι να έρθει η ώρα να μπω κι εγώ στην αίθουσα του δεύτερου ορόφου! «Πάλι ανεβαίνουμε όροφο», συνειδητοποίησα, «όπως τότε στο Gazoo που γινόταν η ακρόαση για την ΑΡΚΑΔΙΑ»! Την ΑΡΚΑΔΙΑ που δεν κατάφερα να δω και μου είχε μείνει απωθημένο να παρακολουθήσω Χοροθέατρο του Ρήγου.
Αυτή τη φορά τα κατάφερα. Και έτσι όπως έσβηναν αργά τα φώτα, μερικά δευτερόλεπτα πριν ξεκινήσει το θέαμα – γιατί περί θεάματος πρόκειται – ένιωσα πως η εγκαρτέρηση τόσων χρόνων για να αξιωθώ να δω «Ρηγικό» Χοροθέατρο, δεν πήγε χαμένη!
Κορμιά απλωμένα στο χώμα. Ένα χώμα μαύρο, αλλά και με γκλίτερ που ανακατευόταν σε ανύποπτες στιγμές στις κινήσεις των τεσσάρων χορευτών. Χώμα μαύρο σαν τις σκοτεινές περιόδους της ζωής μας, γκλίτερ που ανύποπτα εμφανίζονται για να δώσουν ανάσες στη στιγμή. Τέσσερις χορευτές, αρκετοί για να συμβολίσουν μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές φάσεις της πορείας μας σε αυτό που αποκαλούμε κόσμο.
Οι δύο ήταν ξαπλωμένοι στο χώμα… Σχεδόν έτρωγαν λίγο ή πολύ από αυτό, αν το επέλεγαν. Διαφορετικά το έφτυναν για να καθαρίσει το μέσα τους. Άλλοι δύο αναδύονταν από τα έγκατα της γης. Αυτοί ήταν τις περισσότερες φορές πιο χαρούμενοι όταν ανέβαιναν ξανά στο φως, παρά όταν ήταν προηγουμένως στο φως.
Κορμιά που έπεφταν και ξανασηκώνονταν. Κορμιά εκμεταλλεύσιμα και εκμεταλλευμένα. Κορμιά μαρμάρινα, ελαστικά, εύπλαστα, κορμιά εύθραυστα, σπασμένα, κομματιασμένα, πεταμένα…
Κορμιά που ποθούσαν, που απωθούσαν, που ξανα-ποθούσαν, που ξανα-απωθούσαν… Κορμιά που ζητούσαν και δεν έπαιρναν. Κορμιά που έπαιρναν, χωρίς να το ζητήσουν…
Κορμιά ή ψυχές;
Ψυχές… Εκμεταλλεύσιμες και εκμεταλλευμένες, μαρμάρινες, ελαστικές, εύπλαστες, εύθραυστες, σπασμένες, κομματιασμένες, πεταμένες.
Ποιος θα τις μαζέψει; Κανείς! Μόνες τους έρχονται στον «κόσμο», μόνες τους επιβιώνουν, μόνες τους ζουν – αν ζουν – μόνες τους παλεύουν, μόνες τους αγανακτούν, μόνες τους εκτονώνονται, μόνες τους παίζουν, μόνες τους χορεύουν, μόνες τους ακούν μουσική, μόνες τους δουλεύουν, μόνες τους διασκεδάζουν, μόνες τους αμφιταλαντεύονται, μόνες τους ανακαλύπτουν τις αγάπες της ύπαρξής τους, μόνες τους πέφτουν, μόνες τους σηκώνονται, μόνες τους χτίζουν, μόνες τους χαλούν, μόνες τους θα… μόνες τους θα… μόνες τους θα πεθάνουν!
Πηγή: https://articlesbymh252222544.wordpress.com/author/articlesbymh120218/