Κόκκινα Φανάρια
Θέατρο ΡεξΚωνσταντίνος Ρήγος
Έρι Κύργια
Μαίρη Τσαγκάρη
Νατάσα Δημητρίου
Δημοσθένης Γρίβας
Αλέκος Γιάνναρος
Άγγελος Παναγόπουλος
Νίκος Αλεξίου, Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Ευγενία Δημητροπούλου, Μαρία Κίτσου, Ελένη Κοκκίδου, Κωνσταντίνα Μιχαήλ, Παναγιώτης Μπουγιούρης, Άλκηστις Πουλοπούλου, Φοίβος Ριμένας, Νικόλας Στραβοπόδης, Θεοδώρα Τζήμου, Έλενα Τοπαλίδου, Γιάννης Τσεμπερλίδης, Νίκος Ψαρράς
Της Μαριαλένας Περπιράκη
Οι πόρνες ζουν ανάμεσά μας, στους δρόμους, στα κόκκινα φανάρια. Στιγματισμένες, ντροπιασμένες, δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Οι άνθρωποι τις κοιτούν με απέχθεια, σα να ναι τα πιο μιερά πλάσματα. Εκείνες πρέπει να παραμείνουν δυνατές, σκληρές. Πως αλλιώς να αντέξουν την κοινωνική κατακραυγή;
Βασισμένα στην ταινία του Αλέκου Γαλανού, τα “Κόκκινα Φανάρια” του Κωνσταντίνου Ρήγου ήρθαν να ρίξουν μια διαφορετική, πιο ανθρώπινη ματιά στις γυναίκες της νύχτας. Σκηνές σκληρές, πολύ γυμνό και γλώσσα που ξεφεύγει από καθωσπρεπισμούς. Όποιος ξεπεράσει το σοκ της πρόκλησης θα δει πως πίσω από τα νευρικά γέλια και τα κυνικά αστεία κρύβεται ο πόνος και η ανασφάλεια αυτών των γυναικών. Τα κορίτσια της Μαντάμ Παρή πρέπει να αφήσουν τους συναισθηματισμούς αν θέλουν να επιβιώσουν. Η ανάγκη τους όμως να αγαπηθούν τους δίνει ψεύτικες ελπίδες και τελικά τις οδηγεί στην καταστροφή.
Η παράσταση που δίχασε το κοινό θα συνεχίζει να παίζεται στο Εθνικό Θέατρο μέχρι τις 28/4. Αξίζει να τη δείτε.
Του Δημήτρη Τσατσούλη
«Τα Κόκκινα φανάρια» του Κωνσταντίνου Ρήγου
Σε μεταμοντέρνα διασκευή ανέβασε ο Κωνσταντίνος Ρήγος την κλασική ταινία-σταθμό «Τα κόκκινα φανάρια» (1963) των Πρόκειται για τοιχογραφία της καθημερινής ζωής στα κακόφημα «σπίτια» της Τρούμπας, στον Πειραιά, των γυναικών, των νταβατζήδων τους και των πελατών, μέχρι το κλείσιμό τους από την αστυνομία. Ερωτες, εκβιασμοί, μελό καταστάσεις, στυγνός επαγγελματισμός, τρυφερότητα, συναδελφικότητα, ένα πλήθος συναισθημάτων που χαρακτηρίζουν τις κοπέλες και όσους τις περιβάλλουν.
Ο Ρήγος διασκευάζει στηριζόμενος σε σενάριο και δραματικό κείμενο του Γαλανού, δημιουργώντας ένα παζλ εικόνων, κινηματογραφικών όσο και θεατρικών. Σπάζοντας την αφηγηματική ροή, δημιουργεί εικόνες μέσα σε εικόνες (σκηνικά του ίδιου) με τη βοήθεια προβολής σε οθόνη των διαδραματιζόμενων σε εσώτερους χώρους ταυτόχρονα με τις επί σκηνής δράσεις, ή προβολή γκρο πλάνων προσώπων. Εξάλλου, κινηματογραφιστές με κάμερες στο χέρι κινούνται εμφανώς επί σκηνής παράλληλα με τους ρόλους, μετατρέποντάς τη σε κινηματογραφικό πλατό, ενώ η αίσθηση εντείνεται λόγω περιστρεφόμενης σκηνής, που επιτυγχάνει την ανάδειξη παράλληλων δράσεων σε διαφορετικούς χώρους.
Σε ένα διαρκές γενικό κομφούζιο όπου οι ηθοποιοί δύσκολα ταυτίζονται με συναισθηματικά φορτισμένους χαρακτήρες, με ποικίλες φωνές οφ απροσδιόριστης προέλευσης να εισβάλλουν στη σκηνή, τριτεύοντα πρόσωπα να κινούνται στα σκηνικά όρια, η παρακολούθηση γίνεται κάποιες στιγμές δύσκολη υπόθεση. Ωστόσο, εκεί ακριβώς δημιουργείται παύση, η σκηνοθεσία ζουμάρει και απομονώνει συγκεκριμένες σκηνές υψηλής φόρτισης, δίνοντας έτσι την ευκαιρία διαδοχικά σε όλους ανεξαιρέτως τους ηθοποιούς να αναδειχτούν υποκριτικά και ταυτόχρονα να φορτίσουν συναισθηματικά τη σκηνή.
Ο πρώτος λόγος στις κυρίες, που στην πλειονότητά τους δίνουν δυνατές ερμηνείες, όπως οι Μαρία Κίτσου (Ελένη), Θεοδώρα Τζήμου (Μαρίνα), Κωνσταντίνα Μιχαήλ (Μαίρη), Ευγενία Δημητροπούλου (Μυρσίνη). Ιδιάζουσα ερμηνεία από την Αλκηστη Πουλοπούλου ως Αννα, ερωτευμένη με τον καπετάν Νικόλα (στιβαρός ο Νίκος Αλεξίου), η οποία δίνει και μία από τις ωραιότερες εικαστικά και πλέον φορτισμένες εικόνες της παράστασης, την ουσιαστικά χορογραφημένη άνοδο με νυφικό στη σκάλα μετά την είδηση του θανάτου του καπετάνιου.
Από τους άντρες ηθοποιούς αναδείχτηκαν ερμηνευτικά πρώτιστα ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης (Πέτρος) και ο νεαρός Νικόλας Στραβοπόδης (Αγγελος). Περισσότερο άχρωμος ο Παναγιώτης Μπουγιούρης (Ντόρης), όχι στις καλύτερες στιγμές του ο Νίκος Ψαρράς (Μιχαήλος), μάλλον εκτός κλίματος εδώ η Ελένη Κοκκίδου (Μαντάμ Παρρή), καλοί σε διάφορους ρόλους ο Γιάννης Τσεμπερλίδης και ο Φοίβος Ριμένας. Η Ελενα Τοπαλίδου (Κατερίνα) κάνει έναρξη της παράστασης με εύγλωττη χορογραφία, γυμνή, συνοψίζοντας την κατάσταση του εκτεθειμένου, πρόσφορου προς εκμετάλλευση γυναικείου σώματος, ενώ ακούγεται ένα ανάλογης ποιότητας κείμενο της και δραματουργού Εριδος Κύργια. Τα πλούσια κοστούμια είναι της Νατάσας Δημητρίου, ενώ οι φωτισμοί, που θόλωναν καθοριστικά τις σκηνές συνόλου αλλά απομόνωναν εντέχνως τα ζευγάρια στις ιδιαίτερες ερμηνευτικές στιγμές τους, είναι του Αλέκου Γιάνναρου.
Ο Ρήγος αποτόλμησε μια αποδόμηση και αναδόμηση της ηθογραφίας του Γαλανού, υποβοηθούμενος πρώτιστα από τη μουσική του Δημοσθένη Γρίβα, δημιουργώντας μια σύγχρονη, και αντίθετα με τα λεγόμενα, εντός των ορίων του ευπρεπούς παράσταση. Εκείνο που δεν λειτούργησε ωστόσο, και παρά τις επιμέρους ωραίες εικόνες, ήταν ένας καλύτερος συντονισμός στις σκηνές συνόλου, ειδικά στην αρχή, και μια μεγαλύτερη σαφήνεια στην όλη σκηνοθετική πρόθεση ώστε να μη δημιουργούνται σκηνικές μουντζούρες.
Αυτό που πραγματικά με καθήλωσε στο συγκεκριμένο θεατρικό έργο
ήταν ή έναρξή του. Αυτή η απόδοση των συναισθημάτων σε συνδυασμό με την κινησιολογία ήταν πραγματικά καταπληκτική.
«Τα κόκκινα φανάρια», η γνωστή σε όλους μας παλιά κινηματογραφική επιτυχία του Αλέκου Γαλανού μας δίνεται με μια μοντέρνα, πιο εκκεντρική ματιά από τον σκηνοθέτη Κωνσταντίνο Ρήγο, στην τεράστια σκηνή του Rex. Με ερμηνείες από γνωστούς μα και νέους ηθοποιούς, που γεμίζουν με το ταλέντο τους τη σκηνή. Ρίσκο τον σκηνοθέτη και πρόκληση για τους ηθοποιούς το γυμνό, που χαρακτηρίζει την παράσταση.
Μια διαφορετική προσέγγιση του έργου που, όμως, αγγίζει και προβληματίζει τον θεατή. Ο συνδυασμός της ζωντανής παράστασης με το ατμοσφαιρικό των ασπρόμαυρων λήψεων που προβάλλονται ταυτόχρονα στην εναέρια οθόνη προσδίδει στο έργο μια τρισδιάστατη οπτική γωνία, αρκετά αρμονική. Οι σκηνές είναι ρεαλιστικές, τα συναισθήματα δυνατά και η απόδοση καλοδουλεμένη. Σίγουρα το μέγεθος της εν λόγω σκηνής εξυπηρετεί τον σκηνοθέτη να δουλέψει σε πολλά επίπεδα, αλλά η αρμονία του δεσίματος των σκηνών και η οπτικοακουστική συνδρομή είναι εξαιρετική.
Της Κατερίνας Παναγοπούλου /Athens voice
” Περιμένεις ε; Καλό είναι…Κακό είναι να μην περιμένεις κανέναν”.Περιμένουν. Κάποιον να τις σώσει από το σκοτάδι, από αυτό που ζουν, κάποιον να τις σώσει από τον ίδιο τους τον εαυτό. Είναι οι πέντε ηρωίδες που μένουν στα δωμάτια του «σπιτιού» της Μαντάμ Παρί . Πέρασαν 50 χρόνια από τότε που ο Αλέκος Γαλανός έγραψε τα «Κόκκινα Φανάρια» με την επιθυμία η παράσταση να ανέβει στο Εθνικό Θέατρο. Το έργο, το οποίο έγινε πασίγνωστο από την υποψήφια για όσκαρ ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη, αρχικά απορρίφθηκε από την κρατική σκηνή λόγω θέματος.
Σήμερα όμως, 50 χρόνια μετά, είναι η αιτία που κάθε βράδυ σχηματίζονται ουρές έξω από τα ταμεία του Εθνικού Θεάτρου. Ο σκηνοθέτης, Κωνσταντίνος Ρήγος, με τη συμβολή του φωτισμού του Αλέκου Γιάνναρου, αλλά και της μουσικής, ενός μονότονου βόμβου που ακούγεται σε πολλές σκηνές, κατάφερε να δημιουργήσει ένα σκοτεινό, ελκυστικό, γοητευτικά νοσηρό και υποβλητικό περιβάλλον. Η σκληρή ζωή στην Τρούμπα, βία που σοκάρει, γυμνό, πόνος, μελοδραματισμός σε σωστές δόσεις. «Μ’ αγαπάς;» «Αφού δεν μου λες ποτέ όχι, σ’ αγαπώ», «Σε θέλω ολόκληρο, να φύγουμε από εδώ», «Με τον καιρό θα καταλάβεις πως τίποτα δεν αξίζει παραπάνω από το τομάρι μας», «Δεν κάνεις πάντα ότι σου λέω; Γιατί, λοιπόν, να σε αφήσω;». Πληρωμένος έρωτας, ναρκωτικά, γυναίκες πληγωμένες, απεγνωσμένες, γυναίκες ερωτευμένες με τον νταβατζή τους που ανησυχούν μήπως τις απατά. «There is no business like show business» τραγουδά η Μαντάμ Παρί.
14 άτομα στη σκηνή, 7 άντρες, 7 γυναίκες. Η χρήση βιντεοκάμερας επιτρέπει την παρακολούθηση της πολυεπίπεδης δράσης παράλληλων γεγονότων σε διαφορετικά σημεία της σκηνής. Μία ασπρόμαυρη οθόνη δείχνει όσα εκτυλίσσονται στα κλειστά δωμάτια. Ο θεατής νιώθει ότι παρακολουθεί την ταινία του 60, προσαρμοσμένη στο σήμερα. Απενοχοποιημένη. Ναρκωτικά, οικονομική κρίση, επίκαιρα προβλήματα, γλώσσα καθημερινή. Μία άλλη σκηνοθετική άποψη πιο σύγχρονη, αλλά και πιο σκληρή, ωμή, απογυμνωμένη. «Δε θα μου πεις εσύ τι θα κάνω» «Λάθος. Εγώ θα σου πω πόσους και ποιους θα παίρνεις» λέει ο Μιχαήλος, τον οποίο υποδύεται εξαιρετικά ο Νίκος Ψαρράς. Φεύγοντας τελείως από το στιλ του Γιώργου Φούντα, ακολουθεί έναν εξαίσιο δικό του δρόμο κάνοντας τον Μιχαήλο του πρόσωπο σημερινό, γοητευτικό, καθηλωτικό. Δεν είναι τυχαίο ότι οι κριτικές που γράφτηκαν και για τη φετινή του τη συνεργασία με το Εθνικό είναι διθυραμβικές. Κάτι που συνέβη και με την Μαντάμ Παρί της Ελένης Κοκκίδου.
«If you give me this, I love you very much». «Μη με αφήσεις, θα φαρμακωθώ», «Η βρομιά σας εδώ μέσα ούτε που με άγγιξε, το κορμί μου έμεινε καθαρό» «Μας έχουν ανάγκη. Εμείς τους ζούμε. Και τον Πειραιά και την Ελλάδα όλη», «όλοι τα παίρνουν», «οι άνθρωποι είμαστε ζώα»….
Να σημειωθεί πως η διασκευή του έργου για την παράσταση έχει στηριχτεί τόσο στο θεατρικό, στην ταινία και στο μιούζικαλ, αλλά και σε άλλες πηγές σχετικά με την ιστορία της Τρούμπας και τη ζωή στους οίκους ανοχής, καθώς και σε μαρτυρίες ιερόδουλων. Ο σκηνοθέτης, Κ. Ρήγος, είχε δηλώσει λίγο πριν την πρεμιέρα: «Στόχος είναι, εκτός από την ιστορία των κοριτσιών της Τρούμπας, να θίξουμε το ζήτημα του ονείρου και της ματαίωσής του, του έρωτα και της διάψευσής του, της ανάγκης να ελπίζει κανείς σε κάτι, έστω κι αν είναι ολότελα μάταιο. Οι ήρωες του έργου, εκτός από πόρνες και νταβατζήδες, είναι άνθρωποι που ονειρεύονται και ελπίζουν. Μόνο που εκείνοι ανήκουν σε ένα κομμάτι της κοινωνίας που είναι καταδικασμένο να μείνει για πάντα στο περιθώριο».
Η παράσταση είναι ακατάλληλη για ανηλίκους
Η πλατεία σχεδόν γεμάτη, ο εξώστης άδειος. Έξω λιακάδα, μέσα σκοτεινιά. Επί σκηνής 14 άτομα στους ρόλους λίγο-πολύ που γνωρίσαμε από την ταινία του Β. Γεωργιάδη, της δεκαετίας του ’60. Ανανεωμένο από τον Κ. Ρήγο, με έμφαση στην trash εικόνα του συγκεκριμένου κοινωνικού περίγυρου, πιστός όμως στα βασικά σημεία στα στερεότυπα που μελοδραματικά φέρνει στο προσκήνιο ο συγγραφέας του θεατρικού έργου: κορίτσια χαμένα, κορίτσια με όνειρα, κορίτσια που τα ‘βγαλαν στο κλαρί, αγαθές ψυχές παρά “το βούρκο και την αμαρτία”. Ιστορίες για σκληρό νεορεαλισμό, ιστορίες για μελόδραμα, ιστορίες…
Η ανανέωση του Ρήγου είναι η εξομολόγηση της αρχής, από την ολόγυμνη Έλενα Τοπαλίδου, (το ολόγυμνη δεν είναι είδηση, το να βρεθεί περφόρμερ ντυμένος σε έργο του Κ. Ρήγου είναι είδηση), που πολεμάει το στερεότυπο τύπου “Αστερισμός της Παρθένου”, με το ψυχολογικό προφίλ της κακοποιημένης και θύματος αιμομιξίας κοπέλας που εύκολα καταλήγει πόρνη και πρεζόνι, ταλανιζόμενη από ενοχές, χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοκαταστραφικότητα. Δεν είναι πάντα έτσι τα πράγματα, αλλά δεν είναι καθόλου κακή σύνδεση μεταξύ ψυχολογικού προφίλ και επαγγέλματος. Τουναντίον…
Επίσης, καθώς εξελίσσεται το έργο, ο σκηνοθέτης ώρες-ώρες παίρνει θέση ότι πρόκειται για ένα πολύ σκληρό επάγγελμα, αλλά επάγγελμα, και δεν χρειάζονται πολλές-πολλές ηθικολογίες. Δεν το λέει με πανό και με δηλώσεις, προκύπτει από την εξέλιξη του έργου και τα λόγια των “κοριτσιών”. Τέλος, η κόκα που εισπνέει η νεαρή ιερόδουλη (…) και πρακτικές ανησυχίες σχετικά με το επάγγελμα κλείνουν τον κύκλο των ανανεωτικών παρεμβάσεων.
Η γραφικότητα -αλλά και πραγματικότητα- του ξεκατινιάσματος και της χυδαιολογίας παραμένει, με την προσθήκη και μιας τραβεστί, όπως και η “αθωότητα” και τα “όνειρα” των κοριτσιών της μαντάμ Παρή.
Το έργο ακροβατεί ανάμεσα στο μέϊνστρημ μελόδραμα με μπόλικα στερεότυπα και την αγριότητα της πραγματικότητας, ιδίως της σημερινής. Η αλήθεια είναι, ότι αν γινόταν ακόμη πιο ρεαλιστικό, με τη φόρα που είχε ο σκηνοθέτης, θα κατέληγε πορνό, οπότε το κείμενο του Γαλανού, έστω και δείχνοντας τα χρονάκια του, λειτούργησε ευεργετικά ως αντίβαρο -και ο Κ. Ρήγος το σεβάστηκε και το ανάδειξε θα λέγαμε. Η σκηνή της “Μυρσίνης” με τη μαντάμ του σπιτιού είναι η καλύτερη του έργου, ενώ συνολικά το καστ είναι εξαιρετικό, κι αν στιγμές-στιγμές δεν ακολουθούσε την ερμηνευτική μανιέρα της ταινίας μπορεί και να ήταν ακόμη καλύτερο, ή μήπως ακριβώς αυτό το κρυφοκοίταγμα στο παρελθόν μας άρεσε;
Του Κωνσταντίνου Μπούρα/Ελευθεροτυπία
Τα «Κόκκινα φανάρια» του Αλέκου Γαλανού στο Θέατρο Rex – Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» σε σκηνοθεσία-σκηνικά-χορογραφία του ταλαντούχου Κωνσταντίνου Ρήγου, που ξεπέρασε τον εαυτό του, αφού πέτυχε και να σχολιάσει την πασίγνωστη κινηματογραφική ταινία και να επικαιροποιήσει (ή μάλλον να καταστήσει διαχρονικό) το κείμενο και να αποσπάσει από τους ηθοποιούς του καταπληκτικές ερμηνείες, σε ένα σκηνικό που παρέπεμπε σε μεγάλες μπρεχτικές παραστάσεις ή σε σημαντικές παραστάσεις της Αριάν Μνούσκιν και άλλων σημαντικών θεατρανθρώπων. Η συγκίνηση δόθηκε με το σταγονόμετρο, ο ύφαλος της μελοδραματικής κατρακύλας αποφεύχθηκε, ο πολυεπίπεδος σχολιασμός των τεκταινομένων (με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων προβολής, με την ορατή παρουσία των μη δρώντων ηθοποιών στο πλάι της σκηνής – πολύ συχνό στο παρισινό «Θέατρο του Ηλιου») έδωσαν ένα απρόσμενο αποτέλεσμα για τα δεδομένα του βαλτωμένου, συνήθως, Εθνικού μας Θεάτρου, που κινείται συνήθως σε γνώριμα, ρηχά νερά. Από τους άξιους πρωταγωνιστές, θα ξεχωρίσω τη φελινική, την πληθωρική, την υπερχειλίζουσα από διονυσιασμό Ελένη Κοκκίδου, την αισθαντική Κωνσταντίνα Μιχαήλ, τον μετρημένο Νίκο Αλεξίου, τον απόλυτα συγκινητικό Κωνσταντίνο Ασπιώτη, τον εκδηλωτικό Παναγιώτη Μπουγιούρη και τον εξπρεσιονιστικό Νίκο Ψαρρά. Η Ερη Κύργια εκπόνησε μια ρέουσα διασκευή σε σύγχρονη λαλιά που ακουγόταν απρόσκοπτα. Η Μαίρη Τσαγκάρη συνεργάστηκε με το σκηνοθέτη στην απαιτητική κι εναλλασσόμενη σκηνογραφία. Η Νατάσα Δημητρίου σχεδίασε διαχρονικά κοστούμια. Ο Αλέκος Γιάνναρος φώτισε λειτουργικά το θέαμα, ενώ ο Πάνος Βιττωράκης, στην κάμερα, έδωσε μια άλλη διάσταση στα δρώμενα. Βοηθός του πολυπράγμονα σκηνοθέτη, ο Αγγελος Παναγόπουλος. Παρά τις κάποιες επιφυλάξεις μου σε αισθητικό επίπεδο (ο σκηνοθέτης ερωτοτροπούσε συχνά με κιτς κλισέ και παρωδούσε το υλικό που διάλεξε να χειριστεί), ήταν μια μάλλον απρόσμενα καλή θεατρική στιγμή του φετινού χειμώνα, με τον έρωτα (αγοραίο και «ιδιωτικό») σε όλες τις εκφάνσεις του να κλέβει την παράσταση.
Του Τάσου Θεοδωρόπουλου
Ο Τάσος (ΤΑΖ) Θεοδωρόπουλος, τρώει τούμπα στην Τρούμπα, πέφτοντας στην πιο ηλεκτρισμένη θεατρική παγίδα της χρονιάς και απολαμβάνει το λέρωμά του.
Καλύτερα να πιάσουμε το ερώτημα του τίτλου από την αρχή. Είναι ΟΝΤΩΣ προκλητικά τα «Κόκκινα Φανάρια» σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ρήγου που παίζονται στο Εθνικό Θέατρο μέχρι το τέλος του Απριλίου; Όχι. Παραφράζοντας μια ατάκα από κριτική συναδέλφου, «πουτάνες που πηδιούνται στην Τρούμπα πας να δεις, όχι τα Στρουμφάκια στην εξοχή». Η συνάδελφος το εξέφρασε πολύ πιο κόσμια αλλά εμένα με πιάνουν οι ζοχάδες μου όταν ακούω και διαβάζω αρσακειάδες. Οπότε ποιό είναι το πρόβλημα στα αγανακτισμένα σχόλια πολλών από τους θεατές; (σε αντιδιαστολή με τα αποθεωτικά άλλων τόσων στους οποίους συμπεριλαμβάνομαι κι εγώ). Kαι πού είναι η πρόκληση; Στο θέμα της παράστασης; Είναι από τη φύση του τέτοιο. Στην αποδόμηση της όμορφης μεν, «κλασσικά εικονογραφημένα» δε, ανάμνησης που έχουν οι περισσότεροι από την ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη η οποία έφτασε μέχρι τα Όσκαρ; Μα ακόμα και ο ίδιος ο συγγραφέας Αλέκος Γαλανός διαφωνούσε με την ταινία. Μολονότι δεν είμαι σίγουρος αν θα συμφωνούσε αισθητικά και με αυτήν εδώ την παράσταση, κάτι που το θεωρώ ιδιαίτερα καλό απέναντι σε ένα εκ των πραγμάτων ξεπερασμένο κείμενο, που αυτή τη φορά γδύνεται και χτυπιέται στο πάτωμα, χωρίς ντροπές.
Δυστυχώς και χωρίς να με τιμά ιδιαίτερα, ανήκω σε αυτούς που έχουν κράξει δημοσιογραφικά, άπειρες φορές τον Κωνσταντίνο Ρήγο για την ενασχόληση του με τα μπουζούκια και το εγχώριο pop. Ευτυχώς, είχα την καθαρότητα να αντιληφθώ την υποκρισία πίσω από αυτή μου τη στάση εγκαίρως. Γιατί την είδα να καθρεφτίζεται σε ηλίθια σχόλια ηλίθιων ανθρώπων που επιτίθενται στην παράσταση με αφορμή αυτό. Οι ίδιοι που μια χαρά τα σπάνε στον Μαζωνάκη και τη Θεοδωρίδου. Δεν καταλαβαίνω από πότε έγινε έγκλημα το να σκηνοθετείς στη χώρα σου αυτό που αποτελεί κυρίαρχο μέσο της νυχτερινής διασκέδασης και το απόγευμα να κάνεις παλλόμενο, ιδρωμένο, με επίγευση σκουριάς σε ματωμένα χείλη θέατρο, όπως είναι τα «Κόκκινα Φανάρια» Στη θέση του Ρήγου θα έκανα ακριβώς το ίδιο και κατά κάποιον τρόπο το κάνω συγγραφικά. Και θεωρώ πως αμφότερα, τα “τερπνά” και τα σπουδαία, κουβαλάνε τον δικό τους καλλιτεχνικό κώδικα επαγγελματισμού και τεχνικής, που αν καταφέρουν και μου τον επικοινωνήσουν, είναι επιτυχημένα στο είδος τους.
Eυτυχώς και για τον ίδιο τον Ρήγο που αυτή τη φορά κατάφερε να κουμπώσει επί μέρους pop αισθητικές του εμμονές και σήματα κατατεθέντα, σε ένα γνήσια ελληνικό ροκ ανσάμπλ, που ροκάρει με στιλ διαθέτοντας ουσία. Με οπερατική διάθεση συναισθημάτων σε σφαγείο και μεταμοντερνίστικη μετεγγραφή σε disco ball διαστρεβλωτικό αντικατοπτρισμό, πέρα από το χώρο και το χρόνο. Σαν θρυμματισμένος παραμορφωτικός καθρέφτης των ηρώων του, οι οποίοι ζούνε σε παράλληλους χώρους και χρόνο, οι οποίοι διαστέλλονται και συστέλλονται σαν τις κόρες των ματιών ενός οπιομανούς.
«Χειρουργικός» συνένοχος του σε αυτό το καθαγιασμένο έγκλημα, η διασκευή του έργου από την Έρι Κύργια, και φυσικά ο θίασος που καταφέρνει με πολύ ιδιαίτερο, ακροβατικό τρόπο να παίζει θέατρο μέσα στο θέατρο. Γιατί αυτό είναι η λογική ενός μπουρδέλου. Μια παράλληλη θεατρική σκηνή. Εντός και εκτός της οποίας με τη βοήθεια μιας βιντεοκάμερας και ενός προτζέκτορα που αναμεταδίδει live σκηνές παράλληλης δράσης των ηρώων, όλοι τους υποδύονται τους πόρνους που υποδύονται τους ανθρώπους. Αναζητώντας μέσα από τη σπασμωδική αλλά μελετημένα χορογραφημένη κινησιολογία τους, κάποιο απομεινάρι της παιδικής τους αθωότητας. Καταδικασμένοι να μη μεγαλώσουν ποτέ, αλλά να παραμείνουν κλοουνίστικα χαμογελαστοί και πρόωρα γερασμένοι ανήλικοι.
Μια υποκριτική γραμμή που ο κάθε ένας από τους ηθοποιούς υπηρετεί με τον δικό του μοναδικό τρόπο συναισθηματικής φόρτισης και ταυτόχρονης άρνησης της. Η Κωνσταντίνα Μιχαήλ, μασκάροντας το βαθύ εσωτερικό της τσαλάκωμα, μέσα σε μια ορμητική αιθαλομίχλη εξωστρεφούς επιτήδευσης. Ο Παναγιώτης Μπουγιούρης διοχετεύοντας στο βλέμμα και τα χέρια του, την υποψία του ακρωτηριασμού κάτω από την επιφάνεια του θεαματικού αρσενικού μάτσο άβατου. Σαν υπερσεξουαλικός showman στην πίστα ενός καμπαρέ – βενζινάδικου. O βροντερός Nίκος Ψαρράς, σε σχέση εξάρτησης και αγάπης – μίσους με τη λερωμένη μπρίζα που τον κρατάει καλωδιωμένο. Η Θεοδώρα Τζήμου, ανακαλύπτοντας ζαλισμένη τον ρομαντισμό στις αντανακλάσεις ενός αρρωστιάρικου φεγγαριού στα ρυάκια του πεζοδρομίου. Και η συγκλονιστική Έλενα Τοπαλίδου, σαν βυζαντινή αγιογραφία καθαρίστριας με sneakers, μετρώντας με την κίνηση και το βλέμμα της, τη ρυθμολογία της φλόγας, στα ξεχασμένα κεριά μιας γκρεμισμένης εκκλησίας.
Τα «Κόκκινα Φανάρια» του Κωνσταντίνου Ρήγου, είναι από αυτές τις ευτυχείς στιγμές του Εθνικού Θεάτρου, που ένα κλασσικό νεοελληνικό έργο γίνεται μοντέρνο για να παραμείνει κλασσικό. Και να μεταδώσει όλη του την κολασμένη υγρασία σε μία νέα γενιά θεατών, ρισκάροντας με τόλμη τις αντοχές της παλαιότερης, χωρίς προφάσεις, αλλά με όραμα.
Πηγή: THEATRALE: Γιατί εξοργίζουν και σοκάρουν τα προκλητικά «Κόκκινα Φανάρια»; | iefimerida.gr http://www.iefimerida.gr/node/92675#ixzz2RxOeyc2T
Με το βλέμμα του Κωνσταντίνου Ρήγου, πενήντα χρόνια μετά τη θρυλική ταινία
Της Ολγας Σελλα
Η πλατεία της Σκηνής Κοτοπούλη στο Rex είναι θεοσκότεινη. Μπαίνω από μια πλαϊνή πόρτα και προσπαθώ να συνηθίσω το σκοτάδι. Στην πρώτη σειρά κάθονται ο χορογράφος Κωνσταντίνος Ρήγος με τους συνεργάτες του. Στη σκηνή επικρατεί αναβρασμός. Πρόβα λίγο πριν από την πρεμιέρα. Οι ηθοποιοί παίζουν και ξαναπαίζουν τις σκηνές, που ταυτοχρόνως προβάλλονται σε μια τεράστια ασπρόμαυρη μεγάλη οθόνη. Τι ετοιμάζεται τελικά; Θέατρο ή κινηματογράφος;
Κάτι ανάμεσα στα δύο, αφού η παράσταση που παρουσιάζεται από την περασμένη Πέμπτη στη Σκηνή Κοτοπούλη–Rex του Εθνικού Θεάτρου ξεκίνησε ως θεατρικό έργο αλλά έκανε μεγάλη καριέρα στον κινηματογράφο. «Τα κόκκινα φανάρια» τα έγραψε για το θέατρο ο Αλέκος Γαλανός πριν από 50 χρόνια, το 1962. Εναν χρόνο αργότερα, ο σκηνοθέτης του κινηματογράφου Βασίλης Γεωργιάδης το μετέφερε στη μεγάλη οθόνη, υπογράφοντας μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, που άφησε πίσω της αξέχαστα τραγούδια (μουσική Σταύρος Ξαρχάκος), σπουδαίες ερμηνείες και ανεπανάληπτες ατάκες και ρόλους. Τη χρονιά παραγωγής της, το 1963, η ταινία έκανε 473.686 εισιτήρια, ήρθε 3η ανάμεσα σε 92 ταινίες και ήταν υποψήφια για Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας και για τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών το 1964.
Στην πρώτη σειρά της πλατείας στο Rex κάθεται ο Κωνσταντίνος Ρήγος, ο σκηνοθέτης στα «Κόκκινα φανάρια» του 2013. Δίνει εντολές στους ηθοποιούς και στους τεχνικούς, ζητάει επαναλήψεις, ξανά, ξανά. Η περιστροφική σκηνή του Rex φιλοξενεί τα διάφορα δωμάτια του σπιτιού της Μαντάμ Παρί, ενός από τα πολλά της Τρούμπας που έκλεισαν πίσω από τις πόρτες τους γλέντια, εφήμερους έρωτες, καημούς, πάθη και ρημαγμένους ανθρώπους. Γύρω γύρω είναι στημένες διάφορες κάμερες. Διαβάζω την επιγραφή «studio». Το βλέμμα μοιράζεται διαρκώς ανάμεσα στην έγχρωμη και φανταχτερή εκδοχή της ιστορίας των κοριτσιών της Μαντάμ Παρί και στην αποστασιοποιημένη, τη μαυρόασπρη και ρομαντική της μεγάλης οθόνης. Προσπαθώ να ταυτίσω τους θεατρικούς ρόλους με τους κινηματογραφικούς. Η Μαντάμ Παρί (Ελένη Κοκκίδου) εμφανίζεται με συνθετική γαλάζια γούνα και μπλε σαξ περούκα. Στην επόμενη σκηνή η περούκα είναι έντονα ροζ, όπως τα συνθετικά μανίκια της ρόμπας της. Η καθαρίστρια Κατερίνα είναι εύκολα αναγνωρίσιμη. Κρατάει σκούπα και φαράσι και σκουπίζει με ελαφρές χορευτικές κινήσεις. Τα κοστούμια των κοριτσιών (Νατάσα Δημητρίου) είναι κραυγαλέα, υπερβολικά, φανταχτερά, προκλητικά.
Οι διάλογοι είναι ίδιοι και διαφορετικοί. Ακούγοντάς τους ο θεατής θυμάται ασφαλώς την ταινία, αλλά διαπιστώνει ότι υπάρχει κάποια διαφορετική φραστική και σωματική άνεση. Ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κρατήσει το βασικό στόρι, αλλά έχει προσθέσει πολλά στη γλώσσα, στις κινήσεις, στην ερωτική διαδικασία. Εχει αφαιρέσει τις αναστολές της δεκαετίας του ’60. Στο σπίτι του έρωτα θεοποιείται το σώμα και όλα λέγονται με τ’ όνομά τους. Στα πενήντα χρόνια που έχουν περάσει, έχουν αλλάξει πολλά.
Δύο αισθητικές
«Η βασική ιδέα ήταν αυτή η συνύπαρξη θεάτρου και κινηματογράφου», λέει ο Κωνσταντίνος Ρήγος σ’ ένα διάλειμμα της πρόβας. «Κράτησα και τις δύο αισθητικές. Την αισθητική του κινηματογράφου, που το trash το κάνει πιο ποιητικό, και την αισθητική του θεάτρου, του κόσμου που έχει χρώμα, όπως είναι η πραγματική ζωή». Μου λέει ότι το θεατρικό έργο του Αλέκου Γαλανού ήταν πιο σκληρό από την κινηματογραφική μεταφορά του. Εκεί η Μαρίνα (η Κατερίνα Χέλμη στην ταινία, η Θεοδώρα Τζήμου στο Rex) σκοτώνεται για τον Ντόρη που την πρόδωσε. Στον κινηματογράφο έμεινε μόνο η κραυγή της Κατερίνας Χέλμη «Μη φύγεις! Θα φαρμακωθώ, Ντόρη»!
Στα θεατρικά «Κόκκινα φανάρια» του 2013, ο ερωτισμός και η σωματικότητα κυριαρχούν. Τίποτα δεν υπονοείται, όλα εκφράζονται μέσω της γλώσσας και των κινήσεων. «Ναι, υπάρχει πράγματι έντονη σωματικότητα, μαζί με τη μεγάλη κινητικότητα και την εγρήγορση που τους προκαλεί ο κόσμος στον οποίο ζουν. Σε κάποιες σκηνές ενέταξα εξωτερικά στοιχεία (ναρκωτικά), γιατί ήθελα να κάνω υπερβολική την αντίδραση των ηρώων, όπως της Μαρίνας. Με την επήρειας μιας ουσίας, διεγείρεται περισσότερο το συναίσθημα της ηρωίδας για να φτάσει στο “θα πνιγώ, θα φαρμακωθώ”. Κράτησα τη σκληρή γραμμή της πρώτης θεατρικής εκδοχής, που δεν χαρίζεται. Στο τέλος το σπίτι διαλύεται σιγά σιγά και όλοι παίρνουν τον δρόμο προς το άγνωστο. Στο σπίτι της Μαντάμ Παρί ζει ένας κόσμος εγκλωβισμένος στο περιθώριο, και δεν μπορεί να ξεφύγει. Νομίζω ότι και τότε και πάντα, όσοι είναι εγκλωβισμένοι στο περιθώριο και σε κάθε μορφής εξάρτηση, το περιθώριο πάντα τους τραβάει πίσω. Η μόνη που βρίσκει διέξοδο είναι η καθαρίστρια, η Κατερίνα».
Είναι μια παράσταση όπου το χιούμορ, «το ακραίο χιούμορ αυτού του κόσμου», συνδιαλέγεται με τη σκληρότητα. Οπου η εκζήτηση και η υπερβολή συνυπάρχουν με την τρυφερότητα και το όνειρο. Μια παράσταση που αναζητεί το ανθρώπινο πρόσωπο των ανθρώπων που χωρίς πολλή σκέψη ταξινομούνται στο κάθε είδους περιθώριο.
Οι πρωταγωνιστές τότε και τώρα
Στην ταινία η Τζένη Καρέζη ήταν η εσωστρεφής Ελένη, ο Γιώργος Φούντας ο σκληρός Μιχαήλος, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ ο ευαίσθητος Πέτρος, η Δέσπω Διαμαντίδου η φιλοχρήματη Μαντάμ Παρί, ο Μάνος Κατράκης ο τραγικός Καπετάν Νικόλας, η Μαίρη Χρονοπούλου η τρυφερή Μαίρη, ο Φαίδων Γεωργίτσης ο ερωτευμένος Αγγελος, η Αλεξάνδρα Λαδικού η Αννα, η Ελένη Ανουσάκη η καπάτσα Μυρσίνη, η Κατερίνα Χέλμη η σπαρακτική Μαρίνα και η Ηρώ Κυριακάκη η καθαρίστρια, η Κατερίνα.
Στην παράσταση που έστησε ο Κωνσταντίνος Ρήγος στο Rex και υπογράφει τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τη χορογραφία, η Μαρία Κίτσου υποδύεται την Ελένη, ο Νίκος Ψαρράς τον Μιχαήλο, η Θεοδώρα Τζήμου τη Μαρίνα, η Αλκηστις Πουλοπούλου την Αννα, ο Νίκος Αλεξίου τον καπετάν Νικόλα, ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης τον Πέτρο, η Κωνσταντίνα Μιχαήλ τη Μαίρη, ο Νικόλας Στραβοπόδης τον Αγγελο, η Ευγενία Δημητροπούλου τη Μυρσίνη, ο Παναγιώτης Μπουγιούρης είναι ο Ντόρης με τον οποίο είναι παράφορα ερωτευμένη η Μαρίνα. Την καθαρίστρια Κατερίνα ζωντανεύει η χορεύτρια και ηθοποιός Ελενα Τοπαλίδου, μ’ έναν ξεχωριστό τρόπο.
Ας μιλήσουμε για φως. Κόκκινο φως. Αυτό που βγαίνει απο τα φανάρια που είναι βαμμένα με αυτό το χρώμα. Τα Κόκκινα Φανάρια. Παρακολουθήσαμε την συγκεκριμένη παράσταση στη σκηνή Κοτοπούλη στο ΡΕΞ. Ανεβαίνει απο το Εθνικό Θέατρο και όπως μπορεί κάποιος εύκολα να καταλάβει, έχει σαν αναφορά τη ζωή των γυναικών (και των ανδρών) που ζούνε μέσα απο τα “σπίτια” αυτά που φιλοξενούν τις επιθυμίες και τις ορέξεις των ανθρώπων που τα επισκέπτονται, για ικανοποίηση και απόλαυση. Την παρακολουθήσαμε και αφου τελείωσε, σηκωθήκαμε λίγο σκεπτικοί. Μας άρεσε; Μας ενόχλησε; Μας τρόμαξε ή μας πέρασε αδιάφορο;
Η παράσταση λοιπόν έχει σαν θέμα, τη ζωή κάποιων γυναικών μέσα σε ένα “σπίτι”. Η ζωή τους εκεί, οι στιγμές τους εκτός και η συναναστροφή με άλλες/ους του δρόμου αλλα και επισκεπτων αυτών. Μας παραθέτει στιγμές, αισθήματα, αντιδράσεις, απόψεις και μας αφήνει να δούμε απο την κλειδαρότρυπα. Γυμνό σώμα αλλά χωρίς αισθησιασμό.
Δυνατή παράσταση μπορώ να ομολογήσω. Δεν είμαι κριτικός θεάτρου, δεν γνωρίζω τι πιστεύουν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, δεν έχω επαφές με ανθρώπους των “σπιτιών” για να μπορώ να ξέρω κατά πόσο ήταν αληθινά έστω και στοιχεία της παράστασης, ξέρω όμως, ότι η παράσταση εμένα με έκανε να νιώσω ένα σφίξιμο στο στομάχι. Μου έδωσε μια εικόνα της νύχτας που δεν βλέπω και των κλεισμένων θυρών που δεν θα ανοίξω. Η σκληρότητα και η απανθρωπιά, η ασέβεια και η εκμετάλλευση, ο φόβος και η χαρά, η ηδονή και η προσμονή. Όλα αυτά είναι συναισθήματα που δεν μπορούσα να τα πιστέψω έτσι όπως τα έβλεπα. Ένας κόσμος σκληρός, συνθήκες τρομακτικές μερικές φορές, έρωτες που γενιούνται και ελπίδες που πεθαίνουν με μια σκέψη. Η θέληση για κάτι καλύτερο, να φύγεις, να αλλάξεις, να μεταμορφωθείς και η αδυναμία πραγματοποίησης, ο φόβος της αποκάλυψης του παρελθόντως και η παραμονή σε αυτή την κατάσταση χωρίς δυνατότητα αλλαγής.
Ερμηνείες πολύ καλές. Σκηνές που κάποιους μπορεί να τους σοκάρουν μιας και εμφανίζεται αρκετά γυμνή σάρκα και χωρίς κάλυψη. Χρειάζεται ανοιχτό μυαλό και όρεξη για παρατήρηση. Πολύ καλή παράσταση, δίνει έστω και μερικώς αληθινά, την αίσθηση του πως μπορεί να είναι η ζωή εκεί! Η παράσταση άδικα έγινε πολύ γνωστή λόγω της Κωνσταντίνας Μιχαήλ. Παίζει εξίσου καλά όπως οι υπόλοιποι αλλά όχι τόσο πολύ όσο οι άλλοι. Όλοι τους είχαν αρκετά δυνατές ερμηνείες, σκηνικά αυτά που έπρεπε και ένταση που την ένιωθες.
Σίγουρα είναι μια παράσταση που θα σε προτρέψω να πας να τη δεις μιας και τελειώνει σύντομα. Πολύ ωραία, πολύ δυνατή και σίγουρα θα πάρεις μια γεύση του τι γίνεται εκεί μέσα!
Πηγή:http://grigsgr.blogspot.gr/2013/03/blog-post_19.html