Η ωραία κοιμωμένη

Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών
SHARE THIS

Μια διαφορετική εκδοχή του γνωστού μπαλέτου του Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι, βασισμένη στο ομώνυμο παραμύθι του Τσαρλς Περώ. Η ιστορία μιας σύγχρονης γυναίκας που ξύπνησε από έναν ύπνο εκατό χρόνων και δνε μπόρεσε να ξανακοιμηθεί. Η ωραία αυτή κοιμωμένη, η κακιά μάγισσα Καραμπός, οι έξι νεράιδες, οι πέντε εραστές και ο ανταποκριτής του πρακτορείου ειδήσεων, επίσημοι καλεσμένοι και πέντε τεχνικοί του θεάτρου, μας μεταφέρουν σε έναν κόσμο ονείρου και σκληρής πραγματικότητας. Και πλάι στο παραμύθι, η επανάσταση που κοιμήθηκε νωρίς, ο Τσε Γκεβάρα που την ξύπνησε μ’ ένα φιλί, το τέλος μιας ιδεολογίας και η μοναξιά του σημερινού πολιτικού ανθρώπου.

Χορογραφία / Σκηνοθεσία:

Κωνσταντίνος Ρήγος

Μουσική:

Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι

Σκηνικά:

Άννα Γεωργιάδου – Κένι Μακλέλλαν

Κοστούμια:

Νίκος Νατσούλης

Φωτισμοί:

Φίλιππος Κουτσαφτής

Βοηθός χορογράφου:

Amalia Bennett

Χορεύουν:

Κατερίνα Κερβανίδου, Κώστας Γεράρδος, Ηλίας Τσάκωνας, Πένυ Χριστοπούλου, Marlen Versiouren, Χαρά Θεοτοκάτου, Στέλλα Λιονάκη, Ευαγγελία Χριστοφοράτου, Γιάννης Μάρτος, Δημήρης Ιορδανίδης, Σουϊτσι Οτάνι, Οδυσσέας Κεσίδης, Χρήστος Λύγκας, Γιώργος Χρυσοστόμου, Εύα Κοτσακεχαγιά, Ράσμι Σούκουλη, Γιώργος Κολοβός, Χρήστος Αλεξανδρίδης, Johan Landberg
2η εκδοχή
από το Χοροθέατρο Κ.Θ.Β.Ε.
Κατερίνα Κερβανίδου, Πένυ Χριστοπούλου, Γιάννης Μάρτος, Δημήρης Ιορδανίδης, Αφροδίτη Γεωργιάδου, Ηλίας Τσάκωνας
από το Χοροθέατρο Οκτάνα
Έλενα Τοπαλίδου, Amalia Bennett, Παναγιώτης Κοντονής, Τάκης Αργυρόπουλος, Ρούλα Κουτρουμπέλη, Σπύρος Μπερτσάτος

Παραγωγή:

Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος

Παραστάσεις:

3-11 Νοεμβρίου 2001, Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη
27-28 Σεπτεμβρίου 2001, Όπερα του Καΐρου

Reviews
Ένα φαντασμαγορικό θεάμα για μεγάλους

Του Ανδρέα Ρικάκη/Καθημερινή, 24 Απριλίου 1999

Τίτλος και υπότιτλος του χοροθεατρικού Spectacle που έστησε ο Κώστας Ρήγος για το Χοροθέατρο Θεσσαλονίκης. Ένα διεγερτικό βλάσφημο χοροθέαμα, από τα πιο ερεθιστικά των τελευταίων χρόνων στην ελληνική χορευτική πραγματικότητα, προσθέτουμε εμείς. Σε πέντε σκηνές έστησε ο σκηνοθέτης – χορογράφος το έργο του και σε αντιπαράθεση με την τετραμερή κλασική δημιουργία των Τσαϊκόφσκι – Πετιπά έχουμε: Τα Δώρα (τα Βαφτίσια του πρωτότυπου), οι Εραστές (η Μαγγανεία), ο Ύπνος (το Όραμα), ο Γάμος (το Ξύπνημα – οι Γάμοι, Divertissement). Και η πέμπτη σκηνή: Η Μοναξιά, δηλώνει ο Ρήγος, αναπόφευκτη και απογοητευτική κατάληξη μιας πικρής «πολιτικοποιημένης» άποψης καθώς «όλα πάνε κατά διαόλου» – η Κοιμωμένη – Επανάσταση αδρανεί πια.

Οι ανατροπές αρχίζουν ήδη με τα Δώρα: καταναλωτική κοινωνία – παρκετέζα, ψυγείο, πλυντήριο, κουζίνα… Οι Νεράιδες; κοπελιές της Λατινικής Αμερικής από τα έργα και τις ήμερες του Τσε Γκεβάρα. Οι εραστές: απορρίπτονται όλοι παρά τις αξιοθαύμαστες Variations τους (έξοχος ο Γ. Μόρτος). Ο ύπνος; για να ονειρευτεί η Ωραία Επανάσταση τον Τσε, που φτάνει με τα διεθνή θούριά του (Κουβά, Βενεζουέλα, Αργεντινή, Γαλλία, Ελλάδα). Ο γάμος; για να ξυπνήσει η Επανάσταση, να ενωθεί με τον Τσε, να τον χάσει, να βρεθούμε στη Σερβία και να πέσουμε σε έναν εκούσιο ύπνο, η μοναξιά μέσα στο αμερικανικής προέλευσης φαστφουντάδικο του σήμερα.

Δεν είναι όλα άψογα σε αυτό το κάθε άλλο παρά ζαχαρωμένο παραμύθι. Δραματουργικά το πολυθέαμα (λόγος, βίντεο) δεν προσθέτει τίποτε στην ανέλιξη. Οι τελευταίες εικόνες λειτουργούν σαν καρδιογράφημα με δόσεις έντασης και ύφεσης, αν και η χορογραφία παραμένει δυναμική, νευρώδης, ίσως νευρωτική. Πάντα «προχωρημένη». Το σύνολο των χορευτών την αντιμετωπίζει με θαυμαστή ικανότητα σε βηματολογική – τεχνική υπερεπάρκεια και εκφραστικότητα. Αστέρια πραγματικά στο στερέωμα του πανελληνικού χορού η Κ. Κερβανίδου (Πεντάμορφη) και ο Γ. Γεράρδος (μάγισσα Καραμπός με κιλτ και μαλλί rave). Από κοντά ο Τσε του Η. Τσάκωνα. Το σκηνικό των Γεωργιάδου – ΜακΛέλαν και τα κοστούμια του Ν. Νατσούλη – μποτάκια αθλητικά ακόμη και sur pointes(!), μίνι και στρατιωτικά των ‘70ς – όλα σε υψηλό σύγχρονο design. Όμως το έργο παραμένει ένας θρίαμβος του Ρήγου. Μια υπερευφάνταστη «νέα» άποψη ενός κλασικού αριστουργήματος που γράφει ιστορία και λυπούμαστε ειλικρινά που το είδαμε μόνο δυο φορές (Μέγαρο Μακεδονικών Σπουδών 29, 30/3).

Υ. Γ. Σκεφτόμαστε τι καλά που θα ήταν αν η «αθηναϊκή» Μπαγιαντέρα ταξίδευε στο ΚΘΒΕ και η «σαλονικιώτικη» Κοιμωμένη έφτανε στην ΕΛΣ, σε μια καλλιτεχνική ανταλλαγή. ΝΑ δούμε εμείς τι κάνουν «εκείνοι» και εκείνοι τι κάνουμε «εμείς».

Η κραυγή της κίνησης

Της Μαρίας Παπαδοπούλου

«Άνοιξη του 1999. Κι ενώ ένας πόλεμος συνεχίζεται στη γειτονική Γιουγκοσλαβία… Ελλάδα. Κεντρική σκηνή μεγάλου θεάτρου. Είμαι ρεπόρτερ, καλύπτω γεγονότα, πλησιάζω διάσημους ανθρώπους, πηγαίνω σε πεδία πολέμου, μαζεύω ειδήσεις θανάτου, βίας, ιστορικά συμβάντα. Βλέπω και μεταδίδω. Διαδίδω και πουλώ ό,τι είδα. Όταν το πρακτορείο μού πρότεινε να έρθω εδώ, γιατί όχι, σκέφτηκα. Μια ιστορία διαφορετική…»

Μια ιστορία που ήρθε να αποχαιρετίσει τον πιο ταραγμένο μήνα της τελευταίας άνοιξης της χιλιετίας με την ήρεμη δύναμη της τέχνης, να αφουγκραστεί μέσα από τις διαδρομές της μουσικής την υποβόσκουσα απειλή, να κραυγάσει μέσα από την ερημική σιωπή της σωματικής κίνησης, να… χορέψει στο ρυθμός της ζωής ένα παραμύθι και να το εντάξει περίτεχνα στη βασανιστικά εκτυφλωτική λάμψη του σήμερα.

Η τέχνη έχει το προνόμιο να αντιστέκεται στο δύσκαμπτο παρόν ακολουθώντας την οδό του υπαινιγμού, τη διακριτική αντιστοιχία με γνώμονα το παρελθόν και την κυκλική, αέναη επανάληψή του στη χρονική χοάνη. Χρησιμοποιεί ως εφαλτήριο το παλιό, για να γεννήσει το νέο, να το παντρέψει με την επικαιρότητα και να το εκτινάξει στη σφαίρα του διαχρονικού, σ’ ένα παγκόσμιο συλλογικό Εγώ, που ενώνεται σε μία και μοναδική φωνή: στο έργο τέχνης.

Προφητική η «Ωραία Κοιμωμένη» του Κωνσταντίνου Ρήγου, που το Χοροθέατρο Θεσσαλονίκης του ΚΘΒΕ παρουσιάζει αυτό το διάστημα στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Το γνωστό σε όλους παραμύθι έρχεται να ντυθεί την ανάγκη για επικοινωνία, εξέγερση, αλήθεια, ελπίδα, επανάσταση, την ανάγκη για ένα κοινό όραμα που τις τελευταίες δεκαετίες βυθίζεται στο τέλμα της ουτοπίας. Κι είναι αυτό το ανεκπλήρωτο αίσθημα που κατατρώει τον καλλιτέχνη και τον κάνει να το αναζητήσει με μια διαφορετική πλέον φόρμα στο γνωστό μπαλέτο του Τσαϊκόφσκι.

Η «Ωραία Κοιμωμένη» ενσαρκώνει την επανάσταση, που πέφτει διογκωμένη από τη μάγισσα – ευημερία και ξυπνά από το ζωογόνο φιλί του πρίγκιπα – Τσε Γκεβάρα. Η συνέχεια, ωστόσο, διαφοροποιείται κατά πολύ από το παραμυθένιο τέλος. Η ευτυχής κατάληξη που έρχεται με τη συνένωσή τους (βλέπε γάμος) καταστρέφεται από μια τρομοκρατική ενέργεια. Ο Τσε σκοτώνεται και η επανάσταση ακολουθεί τα μοναχικά μονοπάτια της δεκαετίας του ’90. Το τέλος σοκαριστικό, αφήνει την Ωραία Κοιμωμένη να χορεύει κουβανέζικους ρυθμούς σ’ ένα μονότονο φαστ φουντ περιβάλλον, περικυκλωμένη από πολλαπλά αντίτυπα του εαυτού της. Μόνη μέσα στην επίπλαστη ευδαιμονία, απελπιστικά να «φωνάζει» με το σώμα της την ανάγκη για επικοινωνία και να παραμένει εντέλει κλεισμένη στη φυλακή της, εγκλωβισμένη στο αποπνικτικά ομοιογενές, ντοπαρισμένο με το χάπι της ατομικότητας, σύνολο.

Η κίνηση μινιμαλιστική, δεν φοβάται την επανάληψη, αντίθετα επιδιώκει την ορμή που γεννά η επιλογή της. Το στόρι παραμένει σε δεύτερη μοίρα, εκφράζοντας μ’ αυτό τον τρόπο την εμμονή του Κωνσταντίνου Ρήγου στην αισθητική δύναμη της εικόνας, στο πλήθος των συναισθημάτων που ξυπνά η ροή του σώματος, η εξέλιξή του μέσα από τη διαδρομή της ψυχής. Η μουσική του Τσαϊκόφσκι μπλέκεται με τους έντονους λάτιν ρυθμούς της Κούβας, σε μια ευφάνταστη αντιθετική σύνθεση, που έρχεται να ενώσει και ρυθμικά πια το ονειρικό παρελθόν με το βινίλ, αποστεωμένο προϊόν.

Μια παράσταση που νοσταλγεί την επανάσταση, καταφέρνει ωστόσο να τη… χορέψει, να της δώσει έστω και για λίγο σάρκα και οστά στο σανίδι της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.

Η χορευτική Άνοιξη του

Του Ανδρέα Ρικάκη/Σελίδες ημερολογίου

Είχα κάποια χρονάκια να δω το Χοροθέατρο Θεσσαλονίκης – αυτό το μέσα στην, αρκετά αφιλόξενη μέχρι τώρα, αγκάλη του ΚΘΒΕ – και η σκέψη ότι θα το έβλεπα σε μια παραγωγή του ανήσυχου και ταραξία Κωνσταντίνου Ρήγου με… ανησυχούσε και με τάραζε! Ωραία Κοιμωμένη δήλωνε το πρόγραμμα. Τσαϊκόφσκι (χωρίς Πετιπά) με «λάτιν» θούρια του… Τσε Γκεβάρα! Καταλαβαίνεις, αγαπημένο μου συντηρητικό (αν και φορές – φορές beyond post modern) ημερολόγιο, πως ένιωθα! Καθισμένος στ’ αγκάθια – της φραγκοσυκιάς μάλιστα! Αααχ! τι απόλαυση μας προέκυψε πάλι εκεί πάνω! Τι υπέροχη ανησυχία να αμφιβάλλεις για την κάθε παρακάτω σκηνή κι αυτή να σου βγαίνει λουκούμι. Τι εσώτερη γαλήνη μετά την ταραχή! Να, το καινούργιο, το εικονοκλαστικό, το βλάσφημο, το προκλητικό, μεταλλαγμένο σε νεο-κλασικό, σε post-παραδοσιακό, σε ξαφνιασμένα πρωτότυπο… από μια χορευτική ομάδα μπουκιά και συχώριο, σπαρταριστή, ζουμερή και εύπλαστη, που απέδειξε περίτρανα τις εσώτερες δυνατότητες και ικανότητές της εν μια νυκτί. Να είναι αυτό επίτευγμα μόνο του Ρήγου; Όμως, όλοι αυτοί οι υπέροχοι «κοιμισμένοι» χορευτές που αφυπνίσθηκαν, προϋπήρχαν. Άρα συγχαρητήρια και στην υπεύθυνη της ομάδας, κυρία Θεοφανίδου. Ο Ρήγος ήταν υπεύθυνος και για τον πρώτο απριλιάτικο (όχι… πρωταπριλιάτικο, ημερολόγιο, άσε τις αηδίες!) μεταπασχαλινό αισθητικό μου μπουναμά. Μετά τη Σαλονίκη, η Αθήνα, μετά την Ωραία Κοιμωμένη, η Κυρία με τις Καμέλιες. Με το κατάδικό του Χοροθέατρο Οκτάνα. Εδώ είχα τη δυνατότητα και τη χαρά να επανέλθω πλειστάκις, άφθονοι μπουναμάδες, πού να στα λέω! Έτσι και συμφιλιώθηκα με ένα έργο, που δεν ήταν ούτε εύκολο στην πέψη, ούτε άμεσα γοητευτικό με την ερμητική του διάθεση και τη σπονδυλωτή, σκληρή του δομή. Ίχνος συναισθηματισμού εδώ, μπα, τίποτε! Μία κατεξοχήν μελοδραματική ιστορία, φτιαγμένη για τόνους χαρτομάντιλα, ως νουβέλα, θεατρικό έργο ή οπερατικό λιμπρέτο, τώρα μεταμορφώθηκε σε μια απάνθρωπα σύγχρονη, σκληρή κλινική περίπτωση – όμως ποιος ρομαντικός δεν αποτελεί «κλινική» περίπτωση; Έτσι όπως εξελισσόταν αυτή η έκδοση, μέσα από σόλι και ντουέτα (από τα καλύτερα που έχουμε δει, καταγράφονται στις κορυφές του είδους), το χορόδραμα απαιτούσε την προσοχή και την ενεργειακή συμμετοχή του θεατή, ενώ εξαντλούσε τους ερμηνευτές/χορευτές με τη σφοδρή και απροσδόκητη κινησιολογική βηματολογία του. Και, φυσικά, όλοι οι χορευτές ήταν υπερθετικοί

Η "Ωραία Κοιμωμένη", επαναστάτρια

Της Μίρκας Δημητριάδη – ΨαροπούλουΕλευθεροτυπία, Τρίτη 13 Απριλίου 1999

Μπαίνοντας στο ανακαινισμένο επιβλητικό θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, με τ’ όνομα του Κωνσταντίνου Ρήγου σκηνοθέτη και χορογράφου στο πρόγραμμα, κανένας δεν περίμενε να δει την κλασική «Ωραία Κοιμωμένη» του Μάριο Πετιπά. Ο θεατής προετοιμάστηκε για μια σύγχρονη επαναστατική άποψη και πολλές εκπλήξεις, πράγμα που περίτρανα επαληθεύθηκε στη διάρκεια της παράστασης. Η κλασική χορογραφία, λιμπρέτο και μουσική, αποτέλεσαν απλά τη βάση μιας άλλης, επαναστατικής ιδέας.

Η «Ωραία Κοιμωμένη» του Ρήγου δεν ήταν άλλη από την ενσάρκωση της ιδέας της ίδιας της Επανάστασης, και ο Πρίγκηπας που την ξύπνησε με το φιλί του, ο Τσε Γκεβάρα. Από κει και πέρα είναι γνωστές οι ιστορικές εξελίξεις, που αποδόθηκαν χορευτικά, δομημένες μέσα σε πέντε εικόνες μ’ έμφαση σε στιγμές καθοριστικές, με σύμβολα, καθώς και στιγμιαίους παραλληλισμούς με το αρχικό λιμπρέτο, βασισμένο στο παραμύθι του Περό. Η κακιά μάγισσα Καραμπός, που κάνει την είσοδό της στη σκηνή με μια μοτοσικλέτα, αντιπροσωπεύει τη φασιστική βία, και οι έξι νεράιδες και οι πέντε εραστές εναλλάσσουν τους ρόλους τους ανάμεσα στ’ ονειρικό και τη στυγνή πραγματικότητα. Δύναμη της, το αδίστακτο της βίας.

Αν και το έργο λειτούργησε στην επιφάνεια χωρίς βαθύτερες τομές, με κύριο στόχο τον εντυπωσιασμό, η συνοχή υπήρξε άψογη, δίχως το παραμικρό χάσμα, και τα άφθονα ευρήματα με τις αστείρευτες εκπλήξεις κράτησαν αμείωτο το ενδιαφέρον.

Υπήρξαν μερικές συγκλονιστικές εικόνες, όπως το σώμα του νεκρού Γκεβάρα μέσα σ’ ένα καρότσι σουπερμάρκετ (η εμπορικότητα της ζωής μετατρέπει τα πάντα σε προϊόντα), που περιέφερε στη σκηνή η μάγισσα Καραμπός, όπως τα ανελέητα πεσίματα της «Ωραίας Κοιμωμένης» στο γαμήλιο κρεβάτι, που αντανακλούσαν την απελπισία της κατευθυνόμενης πορείας με το αμετάκλητο τέλος. Η βία σε όλο το μικροπρεπές της «μεγαλείο», όπως τη βιώνουμε σήμερα στ’ όνομα της φιλανθρωπίας με τον πόλεμο στο Κοσσυφοπέδιο, κι όπως χθες με την Ιερή Εξέταση στ’ όνομα του χριστιανισμού.

Αξιοπρόσεκτο χορογραφικά το κομμάτι της ηρωίδας με τους τέσσερις εραστές, που ανταποκρινόταν μουσικά στο κλασικό pas des deux του Πετιπά, ενώ στο σόλο της, υστέρησε σε κινητική ποικιλία. Από τις ενδιαφέρουσες στιγμές, η τελευταία σκηνή με την εικόνα των άδειων τραπεζιών ενός καφενείου, και την πρωταγωνίστρια σ’ ένα απ’ αυτά, σύμβολο της ερήμωσης και της μοναξιάς. Ενώ η διστακτική εμφάνιση μερικών ακόμη θαμώνων, που κατευθύνθηκαν σε χωριστά τραπέζια ο καθένας, συμπλήρωναν το βαρύ κλίμα της αποξένωσης σε μια κοινωνία συνωστισμένη από ερημικούς ανθρώπους «των αγαπώντων αλλήλους».

Στην πλειονότητα του έργου χρησιμοποιήθηκαν μέρη από τη γνωστή μουσική του Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφκσι, διανθισμένα με ανάμικτα τραγούδια από την Κούβα, την Αργεντινή κ.ά., σε μια αρκετά προσεγμένη σύνθεση. Είναι κι αυτό μια ένδειξη σύγχυσης της εποχής μας.

Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσαν τα κοστούμια, σχεδιασμένα μ’ έμπνευση από τον Νίκο Νατσούλη (θαυμάσια τα κόκκινα φορέματα της τελευταίας εικόνας), καθώς και τα σκηνικά των Άννας Γεωργιάδου – Κένι Μακλέναν, με τη λειτουργική εφευρετικότητά τους. Οι έντεχνοι φωτισμοί του Φίλιππου Κουτσαφτή συμπλήρωσαν την ατμόσφαιρα της κεντρικής ιδέας.

Το «Χοροθέατρο Θεσσαλονίκης», που διευθύνεται από την Αναστασία Θεοφανίδου και εντάσσεται στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, απέδειξε μ’ αυτή την παράσταση πως οι γερές βάσεις που έθεσε ο Ντανιέλ Λομέλ, απέδωσαν καρπούς. Καλοδουλεμένα τα εφτά ζεύγη των χορευτών, δείχνουν ικανά να ερμηνεύσουν σύγχρονες χορογραφίες. Όμως επειδή αυτή ήταν η πρώτη μας επαφή με το συγκρότημα, οι κρίσεις μας θα ολοκληρωθούν σ’ επόμενη παράσταση.

Η Κατερίνα Κερβανίδου (Ωραία Κοιμωμένη) είναι μια χορεύτρια με ξεχωριστές ικανότητες κι εμφάνιση, ψηλή με μακριά πόδια και χέρια, μόνο που θα ‘πρεπε να ορίζει προσεκτικότερα τα τελευταία. Μεγάλες προοπτικές έχει και η Πένυ Χριστοδούλου. Ικανοποιητικοί οι Κώστας Γεράρδος (Καραμπός) και Ηλίας Τσάκωνας (Πρίγκιπας). Η παράσταση της 30ής Μαρτίου ήταν αφιερωμένη στο δοκιμαζόμενο σερβικό λαό.

Η "Ωραία Κοιμωμένη" και ο Τσε

Του Ανδρέα Ρικάκη

Βλάσφημες ματιές σε «ιερά» κείμενα έχουν ρίξει πολλοί σε πολλά. Αρχαία τραγωδία και Σαίξπηρ, Μότσαρτ και Βάγκνερ, Ζιζέλ και Συλφίδα… φυσικά ο χώρος του μπαλέτου δεν μπορούσε να παραμείνει άσπιλος. Μεταλλάχτηκε και αυτός. Παραδείγματα: τελευταία ο Μ. Μπερνς έστησε μια λίμνη των Κύκνων στα ‘40ς με αγόρια – κύκνους, ενώ ο τρομερός Ρούντι Νουρέγεφ οδηγούσε τη στάρλετ Σταχτομπούτα του Προκόπιεφ στα Χόλιγουντ των ’30ς.

Αν ο Ματς Εκ έκλεισε την φροϋδική Ζιζέλ στο φρενοκομείο δημιουργώντας ένα έλασσον αριστούργημα, μόλις πέρσι έφερνε την Ωραία Κοιμωμένη στον «παράδεισο» των ναρκωτικών! Αποφασίζοντας να… αφυπνίσει κάπου αλλού την Ωραία Κοιμωμένη των Τσαϊκόφσκι – Πετιπά, ο Κώστας Ρήγος προτείνει το τολμηρό σχέδιό του – ύστερα από πρόσκληση – στο Χοροθέατρο Θεσσαλονίκης. Πεφωτισμένη η καινούργια διεύθυνση του ΚΘΒΕ (Δ. Χρονόπουλος) αλλά και η υπεύθυνη της χορευτικής ομάδας (Α. Θεοφανίδου) πραγματοποιούν ένα γενναίο άνοιγμα και προωθούν το μέχρι πρότινος υποβαθμισμένο συγκρότημα αποδεχόμενοι την πρόκληση. Έτσι βρισκόμαστε στη συμπρωτεύουσα προσκαλεσμένοι για την πρεμιέρα (30/3), αλλά παρακολουθούμε και τη γενική δοκιμή (29/3).

Ιδού, λοιπόν, μια «πολιτικοποιημένη» Πεντάμορφη όπου σε ένα πολυθέαμα (χορός, βίντεο, αφήγηση) ο Τσαϊκόφσκι συναντά τα επαναστατικά θούρια της Λατινικής Αμερικής και η πριγκιποπούλα Αυγή (η Ωραία Κοιμωμένη του τίτλου) τον Τσε Γκεβάρα. Μπορεί ένα παιδικό παραμύθι να συναντηθεί με έναν ηρωικό θρύλο;

Η φαντασία με την ιστορία; Το Status Quo ενός τσαρικού Divertissement που εξελίχθηκε σε διεθνή επιτυχία με έναν λαϊκό ήρωα που λατρεύτηκε παγκόσμια;

Μήπως κοιμόμασταν και ξυπνήσαμε; Μήπως το γεγονός της αφύπνισης του Τσε στις μνήμες μας μόλις πέρυσι αφύπνισε τη συνείδησή μας την ώρα που η Pax Americana αποκομίζει οριστικά την Πεντάμορφη μέσα στους βομβαρδισμούς της Σερβίας;

Για να μην βλέπει, να μην ακούει, να μη μιλά, όπως ακριβώς οι τρεις περίφημες μαϊμούδες, όπως ακριβώς δηλώνει ο αφηγητής – δημοσιογράφος με τις εισαγωγικές ήδη ανατροπές του σεναρίου; Πετυχαίνει να δώσει απαντήσεις ο Ρήγος με το αφυπνισμένο πεντάμορφο Χοροθέατρο Θεσσαλονίκης σε όλα αυτά τα ερωτήματα; Στο επόμενο οι απαντήσεις.

Κόκκινο φόρεμα και κόκκινες γόβες σε μαύρο φόντο

Του Στέφανου Τσιτσόπουλου

Μια νέα διαφορετική εκδοχή πάνω στο γνωστό μπαλέτο του Τσαϊκόφσκι, βασισμένη στο ομώνυμο παραμύθι του Περό, παρουσιάζει το Χοροθέατρο του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Ο σκηνοθέτης και χορογράφος Κωνσταντίνος Ρήγος δημιουργεί μια καινούργια ιστορία για ένα κορίτσι που ξυπνάει από ένα ύπνο εκατό χρόνων. Η «Ωραία Κοιμωμένη» του, η κακιά μάγισσα Καραμπός, οι νεράιδες, οι εραστές κι ένας ανταποκριτής πρακτορείου ειδήσεων μας μεταφέρουν κάθε βράδυ σ’ έναν κόσμο που κινείται με αστάθεια μεταξύ ονείρου και σκληρής πραγματικότητας. Επαναστάσεις που κοιμήθηκαν νωρίς, ο Τσε Γκεβάρα που την ξυπνάει με το φιλί του, το τέλος των ιδεολογιών, εραστές που δαγκώνουν ένα τριαντάφυλλο στο στόμα, νεράιδες που στην παλιά ζωή τους ήταν «γοητευτικά κατεστραμμένες σταρ ενός ξεπεσμένου συστήματος», την ίδια ώρα που η Ωραία Κοιμωμένη απαγορεύεται να δείχνει τα συναισθήματά της γιατί ο δημιουργός της Οκτάνα τη θέλει ιδέα και όχι πρόσωπο.

Η Ωραία Κοιμωμένη

Της Νατάσσας Χασιώτη/Η Κυριακάτικη Αυγή, 9 Μαΐου 1999

Είχαμε παρατηρήσει το δυναμικό των χορευτών του «Χοροθεάτρου Θεσσαλονίκης» εδώ και καιρό, αν και τους βλέπαμε να αναλώνονται σε θεάματα ανάξια των δυνατοτήτων τους. Ευτυχώς το αίτημα να ακολουθηθεί η πρακτική του «προσκεκλημένου χορογράφου» έγινε πραγματικότητα και κλήθηκε ο Κ. Ρήγος του «Χοροθεάτρου Οκτάνα» να αναλάβει να αποδώσει στο χορευτικό σχήμα του ΚΘΒΕ τη λάμψη του.

Αυτό έγινε με την «Ωραία Κοιμωμένη», μια διαφορετική εκδοχή του μύθου στη μουσική του Τσαϊκόφσκι, αλλά και με τη συνοδεία τραγουδιών όπως «Hasta Siempre» και «Alma morena». Γιατί αυτά; Μα διότι η ιστορία της πριγκίπισσας που κοιμάται για εκατό χρόνια, ταυτίστηκε με την επανάσταση, φέροντας στο προσκήνιο τους ανάλογους προβληματισμούς, καθώς και τον Τσε Γκεβάρα επί σκηνής, για να καταλήξει «νεκρός» μέσα σ’ ένα καροτσάκι σούπερ – μάρκετ. Ομολογώ πως εξεπλάγην, μια και έχουμε σταματήσει να σκεφτόμαστε με τους όρους του «καλού και του κακού» και τα απελευθερωτικά κινήματα έχουν αλλάξει μορφή στις συνείδησης όλων. Η σύλληψη της επανάστασης και των ένοπλων αγώνων έχουν διαφοροποιηθεί, ενώ και η ίδια η άποψη για την ιστορία και τα γεγονότα έχει αλλάξει. Ο Τσε βεβαίως δολοφονήθηκε χωρίς να φθαρεί από τους κάθε λογής πανηγυρικούς και έτσι η μορφή του παραμένει «πρόσφορη» σε εξιδανικευτικές αλληγορίες.

Παρά τις αντιρρήσεις μου λοιπόν στη χρήση τέτοιων συμβόλων, καθώς και στο κείμενο και κυρίως στην κακή του εκφορά από τον Χ. Λύγκα (στο ρόλο του ανταποκριτή του πρακτορείου ειδήσεων), η ατμόσφαιρα του έργου, το κινησιολογικό υλικό και οι ερμηνείες των χορευτών ήταν συγκλονιστικά. Δομημένη γύρω από πέντε εικόνες (Τα Δώρα, Οι Εραστές, Ο Ύπνος, Ο Γάμος, Η Μοναξιά), η «Ωραία Κοιμωμένη» ελάχιστα υπήρξε «διδακτική». Αντίθετα, μετέφερε πειστικά κάτι από την ατμόσφαιρα της Λατινικής Αμερικής ή της προεπαναστατικής Κούβας, όπως τα έχουμε γνωρίσει μέσα από τα βιβλία και το σινεμά. Τα δώρα με τα οποία οι έξοχα χορογραφημένες «νεράιδες» προικίζουν τη νεογέννητη, ήταν ομορφιά, τόλμη, καλοσύνη, δικαιοσύνη, γενναιότητα και ελευθερία. Η Καραμπός (στο ρόλο ο εκπληκτικός Κ. Γεράρδος) κακιά μάγισσα στο παραμύθι και μισθοφόρος στην εκδοχή του Κ. Ρήγου, δεν μπορεί να σκοτώσει, παρά μόνο να αποκοιμίσει. Οι «Εραστές» αλλά και «Ο Ύπνος» (παρά τη μεγάλη διάρκεια του επαναληπτικού σόλο) ήταν άλλες δυνατές στιγμές του έργου, με αποκορύφωμα το ντουέτο της Ωραίας Κοιμωμένης και του/της Καραμπός στην «Μοναξιά», στο τραπεζάκι του φαστφουντάδικου (;). Στο τέλος βλέπουμε και την υπόλοιπη σκηνή, κλειστή ως εκείνη τη στιγμή, γεμάτη παρόμοια τραπεζάκια, ενώ οι δύο πρωταγωνιστές μαζί με τους υπόλοιπους εκτελούν παρόμοια κινητικά μοτίβα, διαρκώς επαναλαμβανόμενα.

Εξαιρετικοί οι χορευτές του Χοροθεάτρου Θεσσαλονίκης, με πολύ γνωστή προβολή των καλύτερων στοιχείων τους από τον Κ. Ρήγο. Να σταθούμε στους Η. Τσάκωνα (Τσε Γκεβάρα), Κ. Κεβρανίδου (Ωραία Κοιμωμένη) και Κ. Γεράρδο (Καραμπός). Σημαντική η συμβολή των φωτισμών του Φ. Κουτσαφτή, των κοστουμιών του Ν. Νατσούλη και των σκηνικών της Α. Γεωργιάδου και του Κ. Μακ Λέλαν, στην ατμόσφαιρα του έργου και του χορογραφικού παιχνιδιού της κίνησης ανάμεσα στον μύθο της «Ωραίας Κοιμωμένης» και της αλληγορίας της επανάστασης.

Prv Back to all Nxt