H κυρία με τις καμέλιες
Δημοτικό θέατρο ΚαλαμάταςΚωνσταντίνος Ρήγος
Αριστείδης Μυταράς (παραγγελία Χοροθέατρο Οκτάνα)
Νίκος Νατσούλης
Φίλιππος Κουτσάφτης
Μαριλένα Παναγιωτοπούλου
Amalia Bennett
Έλενα Τοπαλίδου , Θανάσης Γιαννακόπουλος (1η εκδοχή) David Hugdes (2η εκδοχή), Βαγγέλης Στολίδης, Ρούλα Κουτρουμπέλη, Κωνσταντίνος Ρήγος, Κατερίνα Παπαγεωργίου
Ναταλία Δραγούμη
Αλέξια
Χοροθέατρο Οκτάνα, Διεθνές κέντρο χορού Καλαμάτας (παραγγελία 1ης εκδοχής)
4ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας
31-07-1998 Δημοτικό Θέατρο Καλαμάτας
15-04-1999 Θέατρο Αμόρε, Αθήνα , (2η εκδοχή)
Tης Νατάσσας Χασιώτη
Συνέχεια με το 4ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας σήμερα και την παράσταση «Η Κυρία με τις καμέλιες – 150 χρόνια μετά», που παρουσίασε το Χοροθέατρο Οκτάνα του Κ. Ρήγου. Βασισμένη στο έργο του Α. Δουμά, η ιστορία της Μαργαρίτας Γκωτιέ και του Αρμάδνου φαίνεται επιλογή συνεπής με την υπόλοιπη θεματολογία του χορογράφου της ομάδας. Έρωτας που τελειώνει με το θάνατο του ενός, ο οποίος περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια. Το μυστήριο της «νεκρικής κλίνης», είτε αυτή είναι κρεββάτι, όπως της Μαργαρίτας, είτε ένα αεροπλάνο που πέφτει, είτε ένα ξενοδοχείο, φαίνεται να μαγνητίζει το βλέμμα του Κ. Ρήγου. Κάθε καινούργια χορογραφία δηλώνει την επιστροφή του ίδιου θέματος, την προσπάθεια κατανόησης της στιγμής του θανάτου. Η απόλυτη αλλαγή που αυτός συνεπάγεται, αλλά και ο πόνος, μοιάζουν να μη γίνονται αποδεκτά, με κατάληξη τη διαρκή επαναφορά τους. Σ’ αυτήν την ιεροτελεστία ο χορογράφος χρησιμοποιεί όλη τη σημειολογία του μύθου αυτού του οριακού χρόνου, ενώ με παιδική – σχεδόν – αθωότητα συμπεριλαμβάνεται στις εξερευνήσεις του, μια και έχει άριστη αντίληψη της πραγματικότητας των απαιτήσεων ρου θεάματος, στιγμές θρήνου, κινήσεις επιθανάτιας αγωνίας, αλλά και κινησιολογικές μετεγγραφές σχολίων και ιδεών γύρω από το θάνατο «τι νιώθει κανείς», «πού πηγαίνει», κ.λπ. Όλα αυτά χωρίς την παραμικρή μίμηση, πάντα με τη διαμεσολάβηση της συμπύκνωσης της κίνησης. Το χιούμορ του βρίσκει διέξοδο, όταν σκηνοθετεί μετά – θάνατον φανταστικές καταστάσεις («Ορφέας», «Ίκαρος»), όπου χτίζει με θαυμαστή υπομονή το σασπένς, πριν αποκαλύψει στο θεατή πως σε όλη τη διάρκεια της παράστασης παρακολούθησε ανύποπτος «νεκρικούς διαλόγους».
Η «Κυρία με τις καμέλιες – 150 χρόνια μετά» δεν είχε τέτοιο σασπένς. Είχε την τραχύτητα της απογυμνωμένης βεβαιότητας ενός θανάτου που έρχεται. Η ασθένεια φαίνεται να αφαίρεσε την ικανότητα οποιουδήποτε παιχνιδίσματος από τον Κ. Ρήγο. Επιθετικός σχεδόν ή απόμακρος από την ηρωίδα του, την χορογράφησε χαμένη στις παραισθήσεις των φαρμάκων να ζει τις σχέσεις με τους γύρω της, να θυμάται όσα έγιναν, να σκέπτεται όσα δεν θα γίνουν ποτέ. Οι εχθροί και οι φίλοι περνούν μπροστά στα μάτια της/μας, σ’ αυτήν την διογκωμένη χρονικά στιγμή του επιθανάτιου παραληρήματος, σ’ αυτόν τον τελικό απολογισμό. Στο δωμάτιό της με τις φωτογραφίες ανδρών – υπόμνηση του παρελθόντος της – μπαινοβγαίνουν ο αληθινός Αρμάνδος, ο Αρμάνδος της φαντασίας και των επιθυμίων της, η καταραμένη Μανόν Λεσκώ και ο ντε Γκριέ, η αντίζηλος Ολυμπία και ο γελοιοποιημένος ιερέας, το σύμβολο της κρατούσας ηθικής. Το κόκκινο εσώρουχό του και η υστερική στηλίτευση εκείνων που παραβαίνουν τις επιταγές των κάθε είδους κανόνων, ανατρέπουν την πομπώδη σοβαροφάνεια της πρώτης εισόδου του.
Στις χορογραφίες του Κ. Ρήγου υπάρχει συχνά η κριτική των κοντόφθαλμων ηθικών προσταγών και είναι πάντα αιχμηρές και απολαυστικές. Το ντουέτο του ιερέα (Κ. Ρήγος) και της Μανόν (Ρ. Κουτρουμπέλη) ήταν από τις πιο δυνατές στιγμές του έργου. Ευρηματικό, γρήγορο, ανατρεπτικό και καλοεκτελεσμένο, ήταν εξαιρετική στιγμή για τη νεαρή χορεύτρια και ανάδειξε τους δύο ως ιδιαίτερα ταιριαστούς παρτενέρ.
Εξαιρετικοί και πάλι οι χορευτές της Οκτάνα (Κ. Παπαγεωργίου, Θ. Γιαννακόπουλος), θαυμάσια λιτή και πειστική η Μαργαρίτα Ε. Τοπαλίδου, αληθινή έκπληξη σ’ ένα δύσκολο ρόλο. Επιφυλάξεις για τον αμήχανο Β. Στολίδη, αλλά και για το ρόλο του παπά, ειδικά στην είσοδό του, όπου η κυριολεξία της αμφίεσής του διακόπτει την ονειρική ατμόσφαιρα του έργου και φαίνεται αταίριαστη. Τολμηρότερη αυτή τη φορά, και πάντα ενδιαφέρουσα η μουσική του Α. Μυταρά, άψογα τα κοστούμια του Ν. Νατσούλη, συνεπή με το ανανεωτικό ύφος του έργου. Η «Κυρία με τις καμέλιες» είναι ίσως το πιο γραμμικό αφηγηματικό έργο του Κ. Ρήγου, παρά την υπονόμευση του ύφους αυτού από τα ομαδικά χορευτικά μέρη και τη χαλαρή πλοκή, βασικός άξονας της οποίας ήταν οι επαναλαμβανόμενες παραισθητικές εικόνες της ηρωίδας.
Η σκηνή του τέλους με τη Μαργαρίτα να χαιρετά ήταν απροσδόκητη και κομψή λύση στη γνώση όλων μας του επερχόμενου θανάτου της.
Του Ανδρέα Ρικάκη,Καθημερινή 5 Σεπτεμβρίου 1998
Για το Χοροθέατρο Οκτάνα και την καινούργια παραγωγή του Κ. Ρήγου Η Κυρία με τις καμέλιες – 150 χρόνια μετά, θα γράψουμε αναλυτικά το χειμώνα μετά την αναβίωση και, πιθανώς, την αναθεώρηση του έργου σε χειμερινή αίθουσα της Αθήνας. Εδώ, ας σημειώσουμε μόνο ότι το ψυχόδραμα αυτό ακολουθεί τα «ερμητικά» intimes έργα στην πορεία του δραστήριου χορογράφου μετά τους Γάμους ή το Ξενοδοχείο Ορφέας. Η ομάδα βρίσκεται σε εξαιρετική τεχνική και εκφραστική φόρμα, το επίπεδό της συναγωνίζεται άνετα εκείνο του εξωτερικού και η Ε. Τοπαλίδου υπήρξε συγκλονιστική στο ρόλο της Μαργαρίτας Γκοτιέ.
Το λιμπρέτο ακολουθεί μια αυθαίρετη πορεία (ο πατέρας Ντυβάλ απουσιάζει ολοκληρωτικά, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει η πρόσκαιρη φιλενάδα του Αρμάνδου, Ολυμπία – έξοχη η Μ. Παπαγεωργίου) μουσική, σκηνικά και κοστούμια μεταφέρονται αφαιρετικά στο χρόνο και η όλη παράσταση αναδίδει μια σαγηνευτική παρακμή. Το κλειστό θέατρο του ΔΗΠΕΘΕ ήταν κατάμεστο με ορθίους και το χειροκρότημα ήταν το πιο ενθουσιαστικό που ακούστηκε μέχρι τότε στις φεστιβαλικές εκδηλώσεις (31/7).
Του Ανδρέα Ρικάκη,Καθημερινή, 8 Μαΐου 1999
Η Κυρία με τις Καμέλιες του Κώστα Ρήγου με το Χοροθέατρο Οκτάνα δεν μας ξεγελάει. Δεν έχει καμιά, ή περίπου, σχέση με την περιώνυμη κυρία του Α. Δουμά υιού ή την Τραβιάτα του Βέρντι. Η Κυρία αυτή, που είδαμε πέρσι στο Φεστιβάλ Καλαμάτας και φέτος στο Θέατρο Αμόρε σε μια ριζικά μεταλλαγμένη έκδοση, αποτελεί ένα παροξυσμικό κοίταγμα στη μοναξιά της γυναίκας, της όποιας γυναίκας. Ακόμη: ένα αφιέρωμα σε μια υπέροχη χορεύτρια, την Έλενα Τοπαλίδου, «Κυρία με τις καμέλιες». Παραληρηματικό, λοιπόν, το έργο, με χορογράφο και ήρωες που μοιάζουν να έχουν 40 πυρετό (στην πραγματικότητα, η Τοπαλίδου χόρεψε στην πρεμιέρα με κάποιο 39!) και που μεταφέρουν με τις πολλαπλές τεχνικές και εσώτερα εκφραστικές τους δυνατότητες αυτό το «ντελίριο» στο κοινό, που νιώθει ανήσυχα, πνιγηρά. Μέσα από μια κλινική περίπτωση βουτηγμένη σε χάπια, αγκαλιά με φιάλες οξυγόνου, πάνω σε κρεβάτι νοσοκομείου, η κατά Ρήγο Κυρία ανακαλεί σε μια σειρά από σόλι και ντουέτα στιγμές από το παρελθόν. Δεν είναι απαραίτητα η Μαργαρίτα Γκοτιέ, δεν είναι οπωσδήποτε ο Αρμάνδος Ντιβάλ (γοητευτικά σάρκινος και χυμώδης ο έξοχος χορευτής Ν. Χιούς και το alter ego του, ο πανέμορφος πλασμένος «οραματικός» Β. Στολίδης). Όπως δεν εξυπακούεται ότι το άλλο θανατερό ζευγάρι που υπεισέρχεται είναι η Μανόν Λεσκό και ο Ντε Γκριέ (συναρπαστικοί η Ρ. Κουτρουμπέλη και ο ίδιος ο Ρήγος). Ούτε ότι το αισθησιακό πορνίδιο που παρεισφρέει είναι η περαστική φιλενάδα του Αρμάνδου, Ολυμπία (γοητευτική χορεύτρια η Κ. Παπαγεωργίου). Όλοι αυτοί δεν είναι παρά αόριστα άτομα, προσχήματα σχέσεων καθημερινών και γνώριμων. Η ανθισμένη τουαλέτα στο ψυγείο, (φανταστική, όπως και όλα τα μουντά κοστούμια του Ν. Νατσούλη που πρωταγωνιστεί και με τον παγερό κι ανελέητο καθημερινό εικαστικό του χώρο υψηλού design), τα πλαστικά που καλύπτουν μπανιέρες με γυμνούς ήρωες, αλλά και όλο το χώρο σαν να ετοιμάζεται για νέα βαφή, οι φωτισμοί ενός ακόμη πρωταγωνιστή της παράστασης (Φ. Κουτσαφτής), η μουσική του απίστευτα ώριμου νεαρού Δ. Μυταρά (από ωμό άσιντ-ροκ σε ρομαντικό πιάνο), η αποστασιοποίηση των ηρώων που βλέπουν ΤV, παίζουν χαρτιά ή καπνίζουν στα ιντερλούδια, όλα ανακαλούν σε αυτήν την υπέροχα νοσηρή παρακμιακή έκδοση τον Πόε, τον Φασμπίντερ, τον Μπουνυέλ. Ένα ακόμη γεγονός μιας χορευτικής άνοιξης που ανήκει φέτος δικαιωματικά και πανελλαδικά στον Κ. Ρήγο. (13,15,21/4).
Του Γιώργου Χρονά,Κυριακάτικη 13 Ιουνίου 1999
Η τηλεόραση έπαιζε έναν αγώνα ποδοσφαίρου, εκείνο το βράδυ, και οι δρόμοι ήταν ανοιχτοί, αφού ήταν άδειοι. Ο χορός είχε επιστρέψει στην Ελλάδα – δεν έφυγε ποτέ – και στις λεωφόρους της, τα τελευταία χρόνια, χορευτικές ομάδες προσπαθούσαν να σώσουν κάτι από την καταστροφή που ήμαστε ταγμένοι να ζήσουμε. Στο Θέατρο του Νότου πηγαίναμε, που τα τελευταία χρόνια συγκεντρώνει τα πιο συζητημένα έργα της χώρας. Το χοροθέατρο Οκτάνα παρουσίαζε μια δική του «Κυρία με τις Καμέλιες». Από το κάθισμα μας κοιτούσαμε τα αντικείμενα της σκηνής. Ανεμιστήρες, ψυγείο, κρεβάτι, κομοδίνο, μπανιέρα, κουρτίνες, λάμπες με βάση, καρέκλες και τραπέζι. Τα φώτα έσβησαν και βγήκαν στο σκοτάδι τα πρόσωπα της σκηνής. Τίποτα δεν μας προειδοποιούσε γι’ αυτά που θα βλέπαμε. Φώτα που άναβαν κι έσβηναν μας έκαναν να βλέπουμε τους χορευτές που στέκονταν δίπλα σ’ αυτά. Φοβηθήκαμε πως ο Κωνσταντίνος Ρήγος αρχίζει άσχημα, κάτι που πρέπει να είναι – η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Όμως γρήγορα αλλάξαμε. Μουσική απλώθηκε παντού και στο κρεβάτι μιας κλινικής – θα μπορούσε να ήταν γυναικολογική, δεν ήταν όμως, νοσοκομείο «Σωτηρία» έμοιαζε, – μια γυναίκα πολεμούσε να κρατηθεί από κάπου. Το παρελθόν και το μέλλον της μπροστά μας. Οράματα της ηδονής, καλοκαίρια με ζέστη στη βεράντα, ανεμιστήρες να παίρνουν τις κουρτίνες, μπανιέρες και γυμνά σώματα να κάνουν μπάνιο ή να αναζητούν μια πετσέτα. Ο Κωνσταντίνος Ρήγος αγαπά τις παθιασμένες ιστορίες – ο χορός αγαπά το πάθος – άλλοτε σε ξενοδοχεία Γ’ κατηγορίες – «Ξενοδοχείο Ορφέας», άλλοτε σαν αεροπόρος, «Ίκαρος», που πνίγεται από την πτώση του στη θάλασσα, με τα μαύρα της ψάρια.
Αυτή η κυρία στη σκηνή, απόψε, μας παρασύρει στο υποσυνείδητο, στη φαντασία, στην αγωνία για να κρατηθεί στη ζωή. Λουλούδια υπάρχουν στη σκηνή και σώματα. Όλοι οι ρυθμοί περνούν από μπροστά μας με τη μουσική του Αριστείδη Μυταρά. Άλλοτε είμαστε στον Παρθενώνα κι άλλοτε στα WC του Λονδίνου, άλλοτε στο Καπιτώλιο κι άλλοτε στη ντισκοτέκ «Ρεβέκα» στη Νέα Μηχανιώνα ή στο Περιστέρι. Από την ιστορία της «Κυρίας με τις Καμέλιες» – απ’ όλες τις ιστορίες που ζήσαμε ή διαβάσαμε – ο Ρήγος κράτησε τα απαραίτητα. Κάποιες επιστολές εννοούνται. Ο γάμος της που δεν έγινε. Το νυφικό της στο ψυγείο – «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού – και η ένεση του τέλους. Η αγωνία του θανάτου, όπως του αχιλλέα, μετά το θανατηφόρο βέλος. Η αγωνία του τέλους της δράσης.
Διαβάζω από το CD της μουσικής του Αριστείδη Μυταρά τα μέρη, για να θυμηθώ. 1. Εισαγωγή. 2. Θάνατος. 3. Delirium (ο χορός των γυναικών) 4. Ντουέτο. 5. Still no word. 6. Ο χορός της Manon. 7. Βαλς (ο χορός των ανδρών) 8. Αναμονή. 9. You will come back. 10. Ολυμπία. 11. Παραίσθηση. 12. Manon never loved. 13. Στην άκρη του κρεβατιού. 14. Mysteriosa. 15. Αρμάνδος. 16. Woman in white. Addio del passato.
Ό,τι κάνει ο Ρήγος μού θυμίζει τον Ουάιλντ. Εκλεκτικότης, εκκεντρικότης, πνεύμα και δουλειά. Κι αν, κάποτε, θα «καταστραφεί» πάλι ο Ουάιλντ που ‘χει μέσα του, θα φταίει. Μία ώρα και 10’ – τόσο κράτησε η αγωνία της «Κυρίας με τις Καμέλιες» – μας κρατούσε με το μυαλό του και τους έξοχους συνεργάτες του – Έλενα Τοπαλίδου, Δαβίδ Χιους, Βαγγέλη Στολίδη, Ρούλα Κουτρουμπέλη, Κατερίνα Παπαγεωργίου – στα καθίσματά μας ανήμπορους.
Είχε πέσει βαθύ σκοτάδι όταν βγήκαμε από τη σάλα. Μία από τις δύο ομάδες ποδοσφαίρου θα είχε νικήσει – ή ήρθαν ισόπαλες; – καθώς στο μυαλό ήρθε μια παλιά λεζάντα, κάτω από μια φωτογραφία του «Γουέστ Σάιντ Στόρι». Έγραφε. Ο χορός, ο ρυθμός, το πάθος μιας ανήσυχης γενιάς είναι οι πρωταγωνιστές αυτού του έργου.
Και είναι. Θα είναι πάντοτε.
Της Νατάσσας Χασιώτη/Η Αυγή, 2 Μαΐου 1999
Τη νέα εκδοχή της «Κυρίας με τις Καμέλιες» παρουσιάζει αυτό τον καιρό στο θέατρο Αμόρε ο Κώστας Ρήγος και το Χοροθέατρο Οκτάνα (το έργο με άλλη μορφή είχε παρουσιαστεί πέρσι στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας).
Δεν πρόκειται βέβαια για την ακριβή μεταφορά του έργου του Α. Δουμά, αλλά για μια συγκέντρωση επί σκηνής τραγικών/«καταραμένων» χαρακτήρων όπως η Μαργαρίτα και ο Αρμάνδος, αλλά και η Μανόν και ο ντε Γκριέ. Τα άλλα πρόσωπα είναι η αντίζηλος της Μαργαρίτας, η Ολυμπία και ο «Αρμάνδος των παραισθήσεων», (αποτέλεσμα των φαρμάκων που παίρνει η ηρωίδα).
Αρκετά ρεαλιστικές εικόνες πένθους και αναμονής του θανάτου ενός προσώπου από τους γύρω του ζωντανεύουν στην «Κυρία με τις Καμέλιες», όπου όλα κινούνταν σε αρκετά χαμηλούς τόνους, κάνοντας την εικόνα της ασθένειας να προβάλλει πολύ δυνατά. Η αρρώστια της ηρωίδας ματαιώνει τις εκρήξεις και αναιρεί τις συγκρούσεις που διαρκώς αναβάλλονται, αναγκάζοντας τους υπόλοιπους να ζουν και να κινούνται στον ρυθμό της αρρώστιας της. Σκηνικά, θα το’ λεγε κανείς πως οι χαρακτήρες «παρατακτικά» εκτελούν τα κομμάτια τους χωρίς στην ουσία να μπορούν να παρέμβουν για να αλλάξουν ή να εξελίξουν τη δράση της ιστορίας. Δομημένο χαλαρά γύρω από τα συναισθήματα των χαρακτήρων, παρά γύρω από την εξέλιξη της δράσης, η «Κυρία με τις Καμέλιες» είναι μια συγχρονική μελέτη μιας κατάστασης που ο χορογράφος θεωρεί βασική, δηλαδή, τη βέβαιη πορεία της Μαργαρίτας προς τον θάνατο, αφήνοντας την υπόλοιπη δράση να πυκνώνει ή να διαχέεται γύρω απ’ αυτό το γεγονός.
Η ηρωίδα σ’ όλη τη διάρκεια του έργου παρουσιάζεται «αποσπασματικά», ανατρέποντας την προσδοκία του θεατή που περιμένει την παρουσία του κεντρικού χαρακτήρα πιο αισθητή. Τα κινησιολογικά «συμφραζόμενα» και οι σχέσεις των προσώπων μεταξύ τους, δείχνουν μια «επιθετική» στάση προς τη Μαργαρίτα, που τριγυρνάει ανάμεσά τους ως υπνοβάτης. Θα ‘λεγε κανείς πως πρόκειται για τη σκιά της και πως ό,τι βλέπουμε στη σκηνή αποτελεί την παρουσίαση των αναμνήσεων, μια ανακατασκευή του παρελθόντος. Η ηρωίδα μοιάζει νεκρή από την αρχή, σ’ ένα παιχνίδι ανατροπών πολύ πιο κρυπτικό, αλλά παρεμφερές με εκείνο που ο χορογράφος είχε στήσει στο «Ξενοδοχείο Ορφέας».
Η ρομαντική ιστορία του Αρμάνδου και της Μαργαρίτας προσφέρεται για χειρισμούς εξίσου ρομαντικά ακραίους. Χαμαιλεοντικά αλλάζοντας στυλ ο κ. Ρήγος αυτή τη φορά προκαλεί το κοινό του να τον ακολουθήσει σε συναισθηματικές ακρότητες με άνεση και άκρα πειστικότητα, ανατρέποντας τες με χορογραφικά μέρη όπως το ντουέτο του ντε Κριέ με τη Μανόν ή εκείνο των αγοριών. Εξαιρετικοί όλοι οι χορευτές της «Οκτάνα» (Ε. Τοπαλίδου, Ρ. Κουτρουμπέλη, Λ. Παπαγεωργίου, Κ. Ρήγος, Β. Στολίδης), και ιδιαίτερα εντυπωσιακή η παρουσία του Άγγλου David Hughes στη νεο-ρομαντική «Κυρία με τις Καμέλιες», με θαυμάσια κοστούμια και μουσική από τους Ν. Κατσούλη και Α. Μυταρά αντίστοιχα.
Της Μίρκας Δημητριάδη-Ψαροπούλου,Ελευθεροτυπία, Τρίτη 11 Μαΐου 1999
Η ανυποταγή του Κωνσταντίνου Ρήγου σε κάποια χορευτική φόρμα (κλασικό – σύγχρονο) είναι από πρόθεση και ολοφάνερη στο έργο του. Επαναστατικός στη συμπεριφορά του, προσπαθεί να διευρύνει τα όρια του χορού πέρα από κάθε συγκεκριμένο πλαίσιο. Η μέθοδος του είναι απλή. Ρίχνει ιδέες σ’ ένα κόσκινο και ό,τι προκύψει. (Όπως παιδιά ρίχναμε χαρτάκια μέσα σε σωλήνα που σκεπάζαμε με λευκό ύφασμα και αφού κάθε φορά το κουνούσαμε, σχηματίζονταν νέα σχήματα).
Πάντα, όμως, δίνει σημασία στον παράγοντα της μουσικής. Είναι φανερό πως τον συγκινούν οι μεγάλοι συνθέτες ή πιστεύει ότι αυτοί οι συνθέτες συγκινούν το θεατή. Πράγμα που αληθεύει και στις δύο εκδοχές. Οι καλύτερες δημιουργίες του βασίστηκαν σ’ αυτόν τον παράγοντα: («Γάμοι» – Στραβίνσκι, «Δάφνις & Χλόη» – Ραβέλ, «Ξενοδοχείο Ορφέας» – Γκλουκ).
Όμως, από τον «Ίκαρο» – παραγγελία του Μεγάρου Μουσικής – κι έπειτα, η φόρμουλα αυτή άλλαξε και ξεκίνησε η συνεργασία του Ρήγου με τον Αριστείδη Μυταρά: μουσική ροκ, χέβι μέταλ κ.λπ., η οποία συνεχίστηκε και στο έργο «Η κυρία με τις καμέλιες», που παρουσιάστηκε πέρυσι στο Φεστιβάλ Καλαμάτας και που ανανεωμένο φέτος παίζεται στο θέατρο «Αμόρε».
Η αλλαγή αυτή στο μουσικό συντελεστή έδωσε και το καινούριο στίγμα της ομάδας, η οποία ουσιαστικά έχασε έναν βασικό σύμμαχο.
Στην γνωστή ιστορία της Μαργαρίτας Γκοτιέ, από το μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Δουμά (υιού), παρεμβάλλεται παράλληλα και ο τραγικός έρωτας Μανόν Λεσκό και παρ’ όλη την αντιπάθεια του Ρήγου στον αφηγηματικό παράγοντα, ουσιαστικά το όλο έργο απεικονίζει τις τελευταίες στιγμές της ζωής των ηρωίδων, που συνενώνονται σε μία, με αναδρομές στις αναμνήσεις τους, που από μόνες συνθέτουν και τη βιογραφία τους.
Από τις έξυπνες ιδέες της παράστασης, το βγάλσιμο του φορέματος της Μαργαρίτας από το ψυγείο, συμβολίζοντας τη μνήμη, που διατηρεί δροσερές τις αναμνήσεις, μακριά από τη σήψη της πραγματικότητας.
Το γνήσιο δραματικό ταλέντο της Έλενας Τοπαλίδου, με ακριβή αίσθηση χώρου και μορφής, τη βοήθησε να ερμηνεύσει συγκλονιστικά την προσωπικότητα της Μαργαρίτας Γκοτιέ, την εν πολλαίς αμαρτίαις και αρεταίς περιπεσούσα γυνή.
Άλλη μια έξοχη νεαρή χορεύτρια, η Κατερίνα Παπαγεωργίου, απόφοιτος της Κρατικής Σχολής, όπως άλλωστε και η Τοπαλίδου, καθώς και η Ρούλα Κουτρουμπέλη (Μανόν Λεσκό), συνεπήρε το κοινό με τη χυμώδη τέχνη της, μια τέχνη καθαρή, φτασμένη, που κατέχει τη γλώσσα του λόγιου χορού και τη χρησιμοποίησε με πλαστικότητα και έντονη θηλυκότητα.
Ο ρόλος της «Ολυμπίας» (υποθέτουμε από τα παραμύθια του Χόφμαν) που ερμήνευσε, είναι άλλος ένας από τους παραλληλισμούς του χορογράφου – σκηνοθέτη με ηρωίδες που πέθαναν τραγικά από το πάθος του έρωτα.
Ο Ντέιβιντ Χιουζ, σαν Αρμάνδος Ντιβάλ, ικανοποίησε με την ωριμότητα της παρουσίας του, ενώ ο Βαγγέλης Στολίδης (Αρμάνδος των παραισθήσεων) περιορίστηκε σε μια εντυπωσιακή επίδειξη των αρρενωπών σωματικών χαρισμάτων του.
Της Έλενας Δ. Χατζηιωάννου/Τα Νέα, Σαββατοκύριακο 24-25 Απριλίου 1999
Η πιο διάσημη, ρομαντική ηρωίδα του 19ου αιώνα, η Μαργαρίτα Γκοτιέ, πεθαίνει κάθε βράδυ αυτού του πικρού Απρίλη του προτελευταίου έτους του 20ού αιώνα σε μια γειτονιά της Αθήνας. Στο θέατρο «Αμόρε» ο χορογράφος Κωνσταντίνος Ρήγος βρήκε τα βήματα και τις κινήσεις, με τα πα ντε ντε, τις αραμπέσκ και τα σύμβολα που αγγίζουν τα κλισέ του κλασικού μπαλέτου, ενταγμένα σε μια εντελώς σύγχρονη χοροθεατρική αντίληψη, για να κάνει τη δική του, μεταμοντέρνα «Κυρία με τις καμέλιες».
Το χοροθέατρο «Οκτάνα», που καταπιάνεται για άλλη μια φορά με ένα κλασικό θέμα, επανεξετάζει τη δημοφιλή ιστορία με σύγχρονα συμφραζόμενα. Τα δεδομένα αυτής της παράστασης είναι ελκυστικά. Η ηρωίδα του Δουμά υιού είναι ένα όνομα με μεγάλο φορτίο. Η Έλενα Τοπαλίδου, που την ερμηνεύει, είναι μια πολύ σημαντική χορεύτρια. Η ομάδα και οι συνεργάτες της (ο μουσικός Αριστείδης Μυταράς, ο σκηνογράφος Νίκος Νατσούλης, ο φωτιστής Φίλιππος Κουτσαφτής) ανταποκρίνονται στο ύψος μιας αισθητικής πρότασης. Κι εξάλλου, ο σύγχρονος χορός στην Ελλάδα αυξάνει διαρκώς το κοινό του.
Νεαρόκοσμος
Γι’ αυτό και δεν ξαφνιαστήκαμε το βράδυ της Παρασκευής, που η κεντρική σκηνή του «Αμόρε» ήταν γεμάτη, από νεαρόκοσμο κυρίως. Μπαίνοντας στο θέατρο, μια γιγαντοφωτογραφία διεκδικεί το βλέμμα μας. Οι έξι χορευτές γυμνοί χαμογελούν περιπαικτικά, σε μια σύνθεση α λα Καλκούτα. Με τη διαφορά ότι η φωτογραφία έχει υποστεί παρεμβάσεις εξαιτίας ενός χιουμοριστικού κολάζ. Αστεράκια, κορδελάκια, σκυλάκια και εικόνες με άλλα γυμνά ζωάκια καλύπτουν μ’ έναν ανάλαφρο τόνο τη γυμνή απεικόνιση, η οποία τελικά λειτουργεί όχι ως ταυτότητα της ομάδας αλλά ως σήμα της φρεσκάδας της.
Η παράσταση που ακολουθεί διαρκεί μία ώρα. Κυριαρχεί το λευκό, νοσοκομειακό και η παγωνιά των χειρουργείων. Η πηχτή άρρωστη ατμόσφαιρα δηλώνεται με τον ξερό αέρα που προκαλούν τρεις μεγάλοι ανεμιστήρες. Το αναβράζον δισκίο που φωτίζεται και… ακούγεται μας περνάει από την ιστορία της φυματικής, ρομαντικής ηρωίδας του περασμένου αιώνα σ’ ένα εντελώς σύγχρονο «κόνσεπτ».
Η Μαργαρίτα (Έλενα Τοπαλίδου) είναι ξαπλωμένη σ’ ένα χειρουργικό κρεβάτι. Είναι αγιάτρευτα άρρωστη. Η παραμικρή κίνηση, το πιο ελαφρύ αεράκι τη ρίχνει. Κι ωστόσο, επιμένει να θυμηθεί ό,τι έζησε. Μέσα από τις κινήσεις της γεννιούνται σκιές. Έρχονται στον χώρο της τα πρόσωπα του δράματος. Ο έρωτάς της, ο Αρμάνδος (David Hughes), ο Αρμάνδος των παραισθήσεων της (Βαγγέλης Στολίδης). Ο ιερέας και ο ιππότης Ντε Γκριέ (Κωνσταντίνος Ρήγος), Ολυμπία (Κατερίνα Παπαγεωργίου) και από άλλο έργο η Μανόν Λεσκό (Ρουλά Κουτρουμπέλη). Τα στερεότυπα των παραστάσεων του Κωνσταντίνου Ρήγου, με το ψυγείο, το shock treatment, με τα γυμνά κορμιά στην μπανιέρα, επανέρχεται κι εδώ ως «λάιτ μοτίβ». Και πάντως, η σκηνή στο ψυγείο, με τη Μαργαρίτα να φοράει το μακρύ λευκό φόρεμα με τα κόκκινα άνθη και να ανασύρει από την παγωνιά το λευκό τούλι, έχει ένα άγγιγμα συγκίνησης.
Συγκρούσεις
Ωστόσο, οι δραματικές συγκρούσεις δεν είναι ορατές. Οι περισσότερες σκηνές λειτουργούν αυτόνομα, αποσπασματικά αρθρωμένες, σαν διαφορετικές ιστορίες που ενώνονται σ’ ένα κολάζ, χάρη στις αντιστικτικές θέσεις της μουσικής του Αριστείδη Μυταρά. Στιγμές από τον παλιό χρόνο με τα πιανιστικά κομμάτια, με τη θεία φωνή της Μαρίας Κάλλας στην άρια της Τραβιάτας και με τις σύγχρονες συνθέσεις και τα χιπ-χοπ κομμάτια στο κομπιούτερ του συνθέτη.
Στη σκηνή παρούσα πάντα η Έλενα Τοπαλίδου, δραματική και σημαίνουσα. Αν και πάσχει από μια «μοντέρνα» αρρώστια, (δεν φτύνει αίμα, αλλά δέχεται ένα κοκτέιλ φαρμάκων με ένεση), ανταποκρίνεται στο ύφος της ρομαντικής ηρωίδας. Είναι η Κυρία με τις καμέλιες, που όταν στο τέλος οι ανεμιστήρες φυσάνε κι εκείνη φτεροκοπάει, το κοινό αποκομίζει έναν σύγχρονο έρωτα κι έναν σύγχρονο θάνατο μιας ρομαντικής ηρωίδας. Η παράσταση αφιερώνεται σε όσους έχασαν τον έρωτά τους.
Της Ματίνας Καλτάκη/Επενδυτής, Σάββατο 8 – Κυριακή 9 Μαΐου 1999
Στο θέατρο Αμόρε φιλοξενήθηκαν οι δέκα παραστάσεις της «Κυρίας με τις Καμέλιες» του Χοροθεάτρου Οκτάνα. Πρωτοπαρουσιάστηκε στην περσινή, τέταρτη διοργάνωση του Διεθνούς Φεστιβάλ Καλαμάτας. Σε χορογραφία, σκηνοθεσία και σκηνογραφία του Κωνσταντίνου Ρήγου, η παράσταση αντλεί το θέμα της από δύο μυθιστορήματα, πολύ δημοφιλή από την εποχή του ρομαντισμού έως τις μέρες μας, την «Κυρία με τις καμέλιες» του Δουμά υιού και την κατά περίπου έναν αιώνα παλαιότερη «Μανόν Λεσκό» του Αβά Πρεβό (1697 – 1763).
Και τα δύο γνώρισαν τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια πλήθος μετα-γραφές στην όπερα, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, με δημοφιλέστερες τις όπερες «Τραβιάτα» του Βέρντι, «Μανόν Λεσκό» του Πουτσίνι και «Μανόν» του Μασνέ. Αυτές οι «συγγενείς» ιστορίες των ματαιωμένων ερώτων και των αδικοχαμένων καλλονών, που εξακολουθούν να συγκινούν και να προκαλούν δημιουργούς από διαφορετικούς χώρους, συνδέθηκαν από τον Κ. Ρήγο στο πρόσωπο της Μαργαρίτας Γκοτιέ. Γύρω απ’ αυτήν κινεί τα υπόλοιπα πρόσωπα, δηλαδή τον Αρμάνδο, τον Αρμάνδο – παραίσθηση και την Ολυμπία (από την «Κυρία…»), τη Μανόν και τον ιππότη ντε Γκριέ (από τη «Μανόν Λεσκό»). Με μία τολμηρή μετατόπιση ως προς τον πρωτότυπο χώρο και χρόνο, ο Κ. Ρήγος παρουσιάζει τη Μαργαρίτα σαν μια νεαρή, μανιοκαταθλιπτική γυναίκα της εποχής μας, ανικανοποίητη, άδεια, μόνη, άρρωστη από κάποιου είδους συνδυαστικό σύνδρομο στέρησης. Στο χώρο της κυριαρχεί το διαφανές νάιλον που σκεπάζει τα πάντα, ένα κρεβάτι ιατρείου, ένα ντουλάπι γεμάτο φαρμακευτικά σκευάσματα, ένα ντουλάπι-ψυγείο σαν μινιατούρα καμαρινιού λυρικού θεάτρου. Το όλο σκηνικό παραπέμπει σ’ ένα χώρο εικονικής πραγματικότητας, όπου ο παροντικός χρόνος χάνεται στο χρόνο των παραισθήσεων, ανακατεύοντας πρόσωπα, σχέσεις και καταστάσεις, σελίδες βιβλίων και εποχές.
Διαβάζοντας κάποιος τις παραπάνω σειρές, μάλλον θα νιώσει μια θετική περιέργεια για την επί σκηνής πράξη. Ωστόσο η ίδια η παράσταση είναι κατώτερη των προσδοκιών της ως άνω περιγραφής. Η σκηνογραφική «λύση» του νάιλον και του σελοφάν βρίσκεται εν χρήσει εδώ και κάμποσα χρόνια, ώστε ο θεατής να βλέπει στη θέση της επιδιωκόμενης πρωτοτυπίας μόνο την εύκολη και πρόχειρη διάθεση (μετα-) μοντερνικότητας. Αυτή την εντύπωση προχειρότητας προκαλούν και οι χορογραφίες και οι ερμηνείες των χορευτών. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Ρήγος καλό θα ήταν να σταματήσει να χορεύει, όπως επίσης να σταματήσει να βασίζεται σε νέους, που είναι ανίκανοι να κινήσουν το υπέροχο, γυμνασμένο σώμα τους (Βαγγέλης Στολίδης) – αν, βεβαίως, δε θέλει να ρίξει το επίπεδο της ομάδας του. Σε σχέση μ’ αυτούς μόνο ο Ντέιβιντ Χιούτζ χόρεψε, αλλά χωρίς καμία πειθαρχία, με τις ευκολίες του. Οι ερμηνείες των γυναικών, της Έλενας Τοπαλίδου, της Ρούλας Κουτρουμπέλη και της Κατερίνας Παπαγεωργίου, ήταν σαφώς πιο πειθαρχημένες και δουλεμένες αλλά παραμένοντας εντός ενός πλαισίου χωρίς χορογραφική έμπνευση και στιγμές εξάρσεων, δεν ξέφυγαν από το επίπεδο «μετρίων επιδόσεων».
Το αποτέλεσμα έμοιαζε σαν να μην είχε δουλευτεί αρκετά πριν από την πρεμιέρα, σαν να βγήκε στα γρήγορα…
Η μόνη συμμετοχή που είχε σημείο αφετηρίας, εξέλιξη και ολοκλήρωση, ήταν η μουσική που έγραψε ο Αριστείδης Μυταράς. Ακολουθώντας μελωδικότερη γραμμή στη σύνθεση σε σχέση με τις μουσικές που έχει γράψει για προηγούμενες παραστάσεις της «Οκτάνα», ο εικοσιεξάχρονος συνθέτης κινήθηκε σε δύο άξονες: ο πρώτος, με σόλο πιάνο, αφορά κλασικότροπες φόρμες, στις οποίες αρκετοί θα αναγνωρίσουν έντονες επιρροές και περιορισμένη πρωτοτυπία. Ο δεύτερος άξονας υιοθετεί ήχους ηλεκτρικούς σε ρυθμούς acid jazz και trip hop, που επίσης εντάσσονται στην «παράδοση» των εν λόγω μουσικών ιδιωμάτων. Αυτό που έχει, όμως, πολύ μεγαλύτερη σημασία από την έλλειψη προσωπικού ύφους, είναι η συνοχή στη σύλληψη και την εκτέλεση, η αγαπητική σχέση μεταξύ των δύο αξόνων και η επιτυχής χρήση της φωνής της Ναταλίας Δραγούμη στην ανάγνωση της εισαγωγής και της Αλέξιας στα τραγούδια και η «ηλεκτρική» διασκευή μουσικών θεμάτων από την «Τραβιάτα» (addio del passato και mysteriosa). Η ακρόαση του cd, εξαιρετικά ευχάριστη, εκτός παράστασης διατηρεί στο ακέραιο την αυτονομία της. Αν ο χορογράφος άκουγε προσεκτικά τη μουσική του Α. Μυταρά θα είχε διανύσει με επιτυχία το μισό τουλάχιστον της χορογραφικής διαδρομής.
Της Αγγελικής Κώττη
Ολόκληρη «Η Κυρία με τις Καμέλιες» σε μία ώρα και τρία λεπτά; Η μοντέρνα εκδοχή της. Μία εκδοχή που έχει πολλά να πει – αλλιώς δεν υπάρχει λόγος να ανατρέπονται τα κλασικά κείμενα.
Την έχουμε ξαναδεί; Και ναι, και όχι. Παρουσιάστηκε το περασμένο καλοκαίρι στο Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας και τώρα ο Κωνσταντίνος Ρήγος ετοίμασε μια νέα εκδοχή τόσο χορογραφική όσο και σκηνοθετική και την παρουσιάζει στο θέατρο «Αμόρε».
Με βραβευμένη πρωταγωνίστρια; Ακριβώς. Η Έλενα Τοπαλίδου που ερμηνεύει το ρόλο της Μαργαρίτας Γκοτιέ στην παράσταση απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας 1998 για τον ρόλο αυτό από το υπουργείο Πολιτισμού. Και άνετα θα το ξανάπαιρνε, αφού ήταν συναρπαστική.
Ο Αλέξανδρος Δουμάς Υιός; Στο βάθος – βάθος του ονείρου.
Ο έρωτας; Παντού. Ο έρωτας, οι κοινωνικές προκαταλήψεις, ο βέβαιος θάνατος, η τραγικότητα του ανεκπλήρωτου. Ρομαντισμός ή μια εξουθενωτική ελεγεία στην αρρώστια του έρωτα, όπως σημειώνεται στο πρόγραμμα.
Μοντέρνο θα πει όχι κλασικό; Ναι, αλλά τίποτα στην τέχνη δεν είναι άσπρο – μαύρο. Ο Κωνσταντίνος Ρήγος χρησιμοποίησε τα «κλισέ» του κλασικού μπαλέτου. Πρέπει άλλωστε να είσαι κάτοχος των παλιών μυστικών για να σου αποκαλυφθούν νέα.
Κορυφαία σκηνή; Αυτήν του θανάτου της «Κυρίας με τις Καμέλιες». Η Μαργαρίτα Γκοτιέ σφαδάζει, σπαράζει, άθυρμα, στα χέρια του Σκιώδους Επισκέπτη.
Μουσική; Του Αριστείδη Μυταρά που συνέθεσε μέρη για πιάνο και μέρη με σύγχρονο ήχο. Και μαζί το «Addio del passato» με τη Μαρία Κάλλας φυσικά.
Τι είπαν οι θεατές της πρεμιέρας; Πολλά «μπράβο». Και ήταν εκεί εκπρόσωποι από πολλές τέχνες. Ο Γιάννης Φλερύ και ο Γιάννης Δαλιανίδης, ο Δημήτρης Μυταράς, ο Γρηγόρης Βαλτινός, η Γιώτα Φέστα, ο Αιμίλιος Χειλάκης, η Καίτη Ιμπροχώρη, ο Χάρης Παπαδόπουλος, ο Νίκος Σέκερης και η Αλέξια που ερμηνεύει τραγούδια σε αγγλικό στίχο. Κομμάτια που βασίζονται στα γράμματα που έγραψε η Μαργαρίτα στον Αρμάνδο Ντιβάλ τις τελευταίες στιγμές της ζωής της.
Ποιοι άλλοι παίζουν; Ο Ντέιβιντ Χιουτζ, ο Βαγγέλης Στολίδης, η Ρούλα Κουτρουμπέλη, ο Κωνσταντίνος Ρήγος, η Κατερίνα Παπαγεωργίου.
Προλαβαίνετε; Εντός μίας εβδομάδας και να κλείσετε θέση.
Τι κάνουν οι χορευτές μετά την παράσταση; Ανταλλάσσουν εντυπώσεις με το κοινό τους στο φουαγιέ. Πάντως, δεν πηγαίνουν σε ντισκοτέκ κι αν πάνε, «δύσκολα ακολουθούν το ρυθμό» όπως μας είπε ο Κωνσταντίνος Ρήγος.
Της Σάντυς Τσαντάκη/Καθημερινή 7 Απριλίου 1999
Λευκές καμέλιες πεταμένες στο πάτωμα, μαζί με φάρμακα, πολαρόιντ, καρέκλες, αποτσίγαρα. «Η κυρία με τις καμέλιες» την επόμενη ώρα. Και όχι 150 χρόνια μετά, όπως λέει ο χορογράφος και σκηνοθέτης της παράστασης,. Κωνσταντίνος Ρήγος. Η πρώτη «ανάγνωση» της καινούργιας παραγωγής του χοροθεάτρου Οκτάνα έγινε το καλοκαίρι στο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας. «Η κυρία με τις καμέλιες» χορεύει από προχθές το βράδυ στο θέατρο Αμόρε. Στις σύγχρονες χορευτικές παραστάσεις σπανίως υπάρχει διάλειμμα. Η ανταλλαγή απόψεων γίνεται μετά την παράσταση στο φουαγιέ…
Στα γαλλικά: La Dame aux camellias.
Αρχή του παραμυθιού… Μάλλον τέλος. Ως θεατές συναντάμε τη Μαργαρίτα Γκωτιέ στο τέλος της ζωής της. Με κινηματογραφική ματιά ο Κωνσταντίνος Ρήγος επιχειρεί ένα χορευτικό φλας-μπακ.
Χρωματικά: Ασπρόμαυρο σκηνικό, αποστειρωμένο, πλαστικοποιημένο. Μόνο οι θέσεις για το κοινό δεν σκεπάζονται από πλαστικό. Λευκό ψυγείο που μετατρέπεται σε θεατρικό καμαρίνι (!), μπανιέρα, φαρμακείο, τηλεόραση, ανεμιστήρες, πλαστικά ποτηράκια. Τα κοστούμια του Νίκου Νατσούλη δημιούργησαν επιπλέον ρόλους.
Ηχητικά: Ο επίμονος βήχας της Γκωτιέ, το «χαλασμένο» πικ απ, οι ανεμιστήρες, τα φλας των φωτογραφικών μηχανών. Η μουσική του Μυταρά ακροβατούσε από το ρομαντισμό του πιάνου στην άσιντ τζαζ, το τριπ-χοπ και τις διασκευές από την «Τραβιάτα» του Βέρντι.
Αντιθέσεις: Κίνηση και ακινησία. Παιχνίδι φωτός, παιχνίδι σκιών. Σιωπή και μουσική. Αλλαγή κομματιών, αλλαγή ατμόσφαιρας. Σύγχρονο έργο με «κλισέ» μπαλέτου, παραισθήσεις και γυμνό.
Χορός με υπόθεση: Μάλλον βουβό χοροθέατρο. Τα πρόσωπα του έργου είναι τα πρόσωπα το μυθιστορήματος που έγραψε ο Αλέξανδρος Δουμάς Υιός. Η μουσική παρέσυρε τη χορογραφία και η σκηνοθεσία την παρτιτούρα. Σε ένα αναπάντεχο κρεσέντο.
Πρωταγωνιστές… Έξι «καλοκουρδισμένοι» χορευτές. Παρόντες σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της παράστασης, ακόμη και ως παρατηρητές. Υπήρχε χρόνος για τσιγάρο πάντως επί σκηνής. Και για την ανάγνωση βιβλίου. Εξυπηρετούσε τη χορογραφία και την εξέλιξη του έργου…
Και η κυρία; Η Έλενα Τοπαλίδου, με ένα κρατικό βραβείο χορού για την ερμηνεία της ως Μαργαρίτα Γκωτιέ, σηκώθηκε από το κρεβάτι του πόνου, μεταμορφώθηκε, ξαναγεννήθηκε, έλαμψε στο σκοτάδι. Χορεύτρια; Μάλλον περφόρμερ.
Δυνατές στιγμές: Η ροκ-τριπ χοπ χορογραφία, τα σόλο του Κωνσταντίνου Ρήγου, οι παραισθήσεις, η σκηνή που η Μαργαρίτα Γκωτιέ ντυμένη στα λευκά, με τη συνοδεία άριας, ξαναβρίσκει τη δόξα της τυλιγμένη σε τούλι. Το φινάλε με τους χτύπους της καρδιάς.
Πρώτες αντιδράσεις: Πρεμιέρα χωρίς κενές θέσεις, θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα, έντονες συζητήσεις στο φουαγιέ.
Τα απρόσμενα: Η Αλέξια στο φινάλε μαζί με τους συντελεστές. Ήταν η φωνή που έδωσε χρώμα στη μουσική του Μυταρά και τα μελοποιημένα γράμματα που έγραψε η Μαργαρίτα στο Αρμάνδο. Μαζί και η αφήγηση της Ναταλίας Δραγούμη.
Το πρώτο πράγμα που… σκέφτεται κανείς μετά την παράσταση: Να αποκτήσει το cd του Αριστείδη Μυταρά για την «Κυρία με τις καμέλιες» του 2000.
Φράση – κλειδί από το πρόγραμμα: «Σώμα χωρίς ψυχή, ηθοποιός χωρίς ρόλο, μνήμη χωρίς ίχνος, χαμόγελο χωρίς πρόσωπο».
Της Μίρκας Δημητριάδη Ψαροπούλου/Ελευθεροτυπία
Το χοροθέατρο «Οκτάνα» παρουσίασε την καινούργια πρόταση του Κώστα Ρήγου «Η Κυρία με τις καμέλιες – 150 χρόνια μετά». Πάντα πρωτότυπες κι ενδιαφέρουσες οι χορογραφίες του, όπως και η μεταφορά στη σύγχρονη εποχή του γνωστού έργου του Αλέξανδρου Δουμά (υιού) κι ο παραλληλισμός με το άλλο τραγικό ερωτικό ζεύγος Μανόν-Ντε Γκριέ, ξαφνιάζουν και έλκουν το θεατή.
Όμως οι τρόποι έκφρασης του Ρήγου δεν έχουν καταλαγιάσει ακόμα. Χρειάζεται να εμβαθύνει και να ερμηνεύσει το εκάστοτε θέμα του σε βαθύτερα στρώματα, αντί για την ευκολότερη επιφανειακή τους παρουσίαση. Κάθε επιφάνεια ισοπεδώνει, και μόνο της θάλασσας γίνεται ωραιότερη.
Ακόμα και η χορευτική του γλώσσα διχάζεται, παίζοντας διελκυστίνδα ανάμεσα στα κλασικά πρότυπα και τις μοντερνίζουσες τάσεις. Στα πρόσφατα έργα του Ρήγου, κυριαρχεί ένα σπαστικό τρεμούλιασμα, των χεριών κυρίως, αλλά και των ποδιών, που του έγινε μανιέρα, δίχως όμως αυτό να προσδίδει κάτι στο χορευτή.
Αν η Μαργαρίτα Γκοτιέ υπέφερε από επιληψία αντί για φυματίωση, το επίμονο σπασμωδικό τίναγμα των τεσσάρων της άκρων, σαν δηλητηριασμένης κατσαρίδας που πνέει τα λοίσθια, θα ’ταν κατανοητότερο.
Είναι φανερή η προσπάθεια του ιδρυτή της «Οκτάνα» να εντάξει το έργο του στο μοντέρνο χορό. Δεν έχει όμως ακόμα βρει τα κλειδιά ή τη δύναμη να σπάσει τις πόρτες που θα τον οδηγήσουν σε μια διέξοδο. Η δουλειά του παραμένει ακόμα πειραματική. Ίσως οι πιο ελκυστικές και ολοκληρωμένες του προσπάθειες να εντοπίζονται στα «Δάφνις και Χλόη» και «Ξενοδοχείο Ορφέας».
Οι έξοχοι χορευτές του, Έλενα Τοπαλίδου (Μαργαρίτα), Θανάσης Γιαννακόπουλος (Αρμάνδος), Ρούλα Κουτρουμπέλη (Μανόν), Κατερίνα Παπαγεωργίου (Ολυμπία), δεν αξιοποιήθηκαν αρκούντως από το χορογράφο, κι ήταν αρκετές οι στιγμές που δινόταν η εντύπωση αυτοσχεδιασμού.
Η μουσική του Αριστείδη Μυταρά υπογράμμιζε ταιριαστά τις συναισθηματικές διαθέσεις των ηρώων, άλλοτε με ρομαντικά πιανιστικά μέρη κι άλλοτε με εντάσεις τζαζ.