Μια παράσταση που μιλά για τη νοσταλγία της ευτυχίας. Τον ιδεατό τόπο της Αρκαδίας και την αιώνια επιστροφή σ’ αυτόν παρουσίασε τη Δευτέρα και την Τρίτη, 16 και 17/6, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών (Πειραιώς 260) η «Οκτάνα» του Κωνσταντίνου Ρήγου.
Δυναμική, καλοδουλεμένη χορογραφία, αισθητική πληρότητα στη σκηνογραφία, ευρηματικότητα στους φωτισμούς και σφιχτός ρυθμός, ολοκληρωμένη εικόνα των συμβολισμών και αφηγηματική πρωτοτυπία: να τα γνωρίσματα της εξαιρετικής αυτής παράστασης. Βουκολική αθωότητα, φυσική ζωή, ερωτισμός, ψηλοί κορμοί δέντρων κι εξωτικά πουλιά, μια Εδέμ αρχετυπικής γυμνότητας λουσμένη στο φως ενός ήλιου τροπικού, και ξάφνου ένας προοιωνισμός θανάτου, η καταστροφή, ο ξυλοκόπος, η φωτιά, το σκοτάδι και το κρύο, μια τεράστια αράχνη, η μετάλλαξη της ζωής. Οδυνηρή καταβύθιση στο ασυνείδητο της ανθρώπινης ύπαρξης, κύκνειο άσμα για το οικολογικό αδιέξοδο, την απώλεια της σωματικότητας, τον τεχνικό πολιτισμό που εισβάλλει στα άλση των νυμφών, σπαρακτική κραυγή στη διαπίστωση της επίγειας Κόλασης: της Ουτοπίας, του συμβολικού τέλους του πλανήτη που πρέπει να επανεποικισθεί και του ανθρώπου που πρέπει ν’ αναγεννηθεί σαν τον μυθικό Φοίνικα.
Εκ της κόνεώς τους
Το γυμνό κορμί των χορευτών είναι το αντικείμενο λατρείας του χορογράφου, που εμπνεύσθηκε τη συγκεκριμένη παράσταση από τις πυρκαγιές στην ορεινή Αρκαδία το 2011 και το 2012. «Όλη αυτή η καταστροφή με οδήγησε σε μια μεταφυσική διάσταση επάνω στο θέμα αυτό», λέει και συνεχίζει: «Σε συνδυασμό με το κίνημα του Αρκαδισμού θεώρησα ότι μπορεί να συμβολίζει το τέλος μιας εποχής: ο άνθρωπος έχει χάσει πλέον την επαφή του με τη φύση, με την ακριβή διάσταση των πραγμάτων, με το σώμα του, με την ενατένιση. Καθώς όλα αυτά κατά κάποιον τρόπο συμβολίζουν την ευτυχία, αποκρυσταλλώθηκε μέσα μου η σκοτεινιά τού Μετά. Τι συμβαίνει μετά, όταν ο άνθρωπος δεν μπορεί να βρει κάπου φως, όταν ο πολιτισμός βυθίζεται. Επί της ουσίας πρόκειται για τη μάταιη αναζήτηση ενός διεξόδου».
Η σκηνή ανοίγει με τους χορευτές σε αδαμιαία περιβολή, να ιχνηλατούν την είσοδο ενός συμβολικού δάσους, το μυστήριο του οποίου τους σαγηνεύει: «Οι άνθρωποι-δορυφόροι στο μαγικό δάσος-πλανήτη της παράστασης είναι σαν χαμένοι. Φτάνουν εκεί, το δάσος τους απορροφά ολοκληρωτικά και το επόμενο βήμα είναι μαύρο. Γι’ αυτό και όλη η παράσταση είναι μαύρη», λέει ο χορογράφος[2]. Η ομάδα των ανθρώπων παρελαύνει σε μια ποιητική τελετουργία αναγέννησης, βλαστικού οργασμού και λυτρωτικής φωτολουσίας στις πηγές των υδάτων. Η αναπόληση της Αρκαδίας ως τόπου μακαριότητας και ευδαιμονίας διατρέχει την παράσταση, ενώ το Cold song του Henry Purcell (γνωστό και από τη φωνή του Κλάους Νόμι) ερμηνεύεται ζωντανά από σύνολο μπαρόκ μουσικής με τσέμπαλο, δύο βιόλες, βιολί, τσέλο και φωνή.
Όμως το όνειρο μετατρέπεται σε εφιάλτη, καθώς μια σειρά από απειλητικές μορφές εισβάλλουν στο τοπίο κι επιτελούν το έργο του θανάτου. Η συστάδα των δέντρων μετατρέπεται σε μυητικό λαβύρινθο ζόφου, όπου ένας άλλος Μινώταυρος παρελαύνει ακροπατώντας στα πεσμένα σώματα. Ο homo vegetalis που αναδύθηκε από τους αυλούς και τα τρεχούμενα νερά μετατρέπεται σε εφιαλτική μετάλλαξη, αποκύημα ενός μαύρου χνουδωτού εντόμου/τέρατος, φαύνος του ολέθρου, πίθηκος που ουρλιάζει απελπισμένα αντικρίζοντας το πλακωμένο κορμί του ανθρώπου.
Et in Arcadia ego
Στις Εκλογές του ο Βιργίλιος είχε εξιδανικεύσει το ορεινό τοπίο της Αρκαδίας, όπως είχε πρωτοεμφανιστεί στα Ειδύλλιατου Θεόκριτου, και το τοποθέτησε στην περιοχή αυτήν της Πελοποννήσου (Εκλογές, VII και X). Ο Λορέντζο των Μεδίκων ανέκτησε την αρχική ιδέα κατά τη φλωρεντινή Αναγέννηση, ενώ ο Γιάκοπο Σαναζάρο στην Arcadia (1504) επανέφερε την εμμονή αυτήν στην Αρκαδία ως σε locum idealis όπου κάθε τι το ειδυλλιακό λαμβάνει χώρα, όπου η φύση διατηρεί την ιερότητά της ως άδυτο των νυμφών, κι όπου εν τέλει και ο ίδιος ο Θάνατος ξεχνιέται και ξεμένει. Ο Γκουερτσίνο συγκεκριμενοποίησε αυτό το memento mori στη Βενετία του 16ου αιώνα, με την επιγραφή ET IN ARCADIA EGO, στο γνωστό πίνακα της Galleria Nazionale d’Arte Antica της Ρώμης, υιοθετώντας τη μπαρόκ σκιά του τάφου ως αλληγορία της σκιάς που αφήνει ως ίχνος πάνω στα θνητά πράγματα ο Θάνατος.
Πρόκειται για την καλλιτεχνική απάντηση της ανθρωπότητας στην πρόκληση της θνητότητας, ανάλογη με την παρτίδα σκακιού που παίζει ο Ιππότης με τον Χάρο στην Εβδόμη Σφραγίδα του Μπέργκμαν. Η παρτίδα θα χαθεί, γιατί ο Χάρος θα στήσει ενέδρα στον άνθρωπο. Αλλά το raison d’ être της Τέχνης είναι να συμφιλιώσει τα αντιφατικά συναισθήματα του φόβου και της απώλειας, να απαλύνει τη σκληρότητα που εγκλείει η παράλογη παραδοχή της θνητότητας, ν’ ανακαλέσει τους απολεσθέντες αγαπημένους, να παρηγορήσει τους εναπομείναντες πενθούντες, να υπερβεί την ατομικότητα και να ενώσει τον άνθρωπο με την κοσμική ενέργεια. Καθώς η φράση ET INARCADIA EGO δεν έχει, στα λατινικά, σαφές υποκείμενο, μεγάλος αριθμός παρερμηνειών οδήγησε, τελικά, στη βεβαιότητα πως το υποκείμενο είναι μια προσωποποίηση του Θανάτου. Ο Νικολά Πουσέν θα πρέπει να το γνώριζε αυτό όταν, στον περίφημο ομώνυμο πίνακά του, αναπαρέστησε την εικόνα που οι ευρωπαίοι ρομαντικοί κληρονόμησαν για το τοπίο της Αρκαδίας, ως αλληγορία του εφήμερου της ανθρώπινης ύπαρξης.
Αντίστοιχα, το εφήμερο, το καθημερινό, δεν έχουν θέση στην παράσταση του Ρήγου, αντίθετα, παραχωρούν έδαφος στο τελεστικό και στο ιερό, ενώ τα κορμιά των χορευτών δεν αφήνουν πίσω τους συγκεκριμένη ταυτότητα, ει μη μόνον το ίχνος της σχέσης που συνήψαν βάσει συγκεκριμένης κινησιολογικής επιλογής. Πρόκειται για διαδοχικούς «εποικισμούς» του πλανήτη Γη, με τελευταίο ελευσόμενο τον Θάνατο, που με κυνισμό τον εμφανίζει ο χορογράφος επί σκηνής.
Ο Κωνσταντίνος Ρήγος το 1990 δημιούργησε την ομάδα «Οκτάνα» και λίγους μήνες μετά κέρδισε το δεύτερο Βραβείο στο Διαγωνισμό Νέων Χορογράφων του Δήμου Αθηναίων, έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην Κρατική Σχολή Ορχηστρικής Τέχνης. Από τότε η μία παράστασή του διαδέχεται την άλλη: Γάμοι, Δωμάτιο 5, Κήπος, Δάφνις και Χλόη, Αθλητής, 5 εποχές, Ξενοδοχείο Ορφέας, Ίκαρος- Αιφνίδια αποσυμπίεση, Η κυρία με τις Καμέλιες, Ρινγκ, Ουτοπία. Η σοβαρή χορογραφική του δουλειά τον οδήγησε για πέντε χρόνια στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του χοροθεάτρου του ΚΘΒΕ.