Η λίμνη των κύκνων
Εθνική Λυρική ΣκηνήΠ.Ι. Τσαϊκόφσκι
Ηλίας Βουδούρης
Κωνσταντίνος Ρήγος, με αναφορές στις χορογραφίες των Πετιπά και Ιβανόφ
Θοδωρής Ρέγκλης
Αλέξανδρος Ευκλείδης
Γιώργος Σεγρεδάκης
Χρήστος Τζιόγκας
Μαίρη Τσαγκάρη
Κωνσταντίνος Γαρίνης
Βαγγέλης Μπίκος
Ντανίλο Ζέκα
Ίγκορ Σιάτζκο
Μαρία Κουσουνή
Ευρυδίκη Ισαακίδου
Ελεάνα Ανδρεούδη
Ελεάνα Ανδρεούδη
Μαρία Κουσουνή
Νατάσσα Σιούτα
Αιμιλία Γάσπαρη
Αλίνα Στεργιανού
Νατάσσα Σιούτα
Σταυρούλα Καμπουράκη
Στράτος Παπανούσης
Γιώργος Βαρβαριώτης
Γιώργος Βαρβαριώτης
Στράτος Παπανούσης
Με την Ορχήστρα, τους Α’ Χορευτές, τους Σολίστ, τους Κορυφαίους και το Corps de Ballet
Του Μάνου Λειβαδάρου, /Elle, 13 Νοεμβρίου 2018
Η πρεμιέρα της Λίμνης Των Κύκνων του Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι, σε εντυπωσιακή χορογραφία του Κωνσταντίνου Ρήγου, ήταν κάτι παραπάνω από λαμπερή, γεμάτη ανθρώπους που συναντάς στα πιο μοντέρνα σημεία της Αθήνας. Ο νέος Διευθυντής του Μπαλέτου της ΕΛΣ δημιούργησε έναν μαγικό κόσμο συνδυάζοντας αρμονικά το παρελθόν με το σήμερα. Συνομίλησε με την πρωτότυπη χορογραφία των Πετιπά/Ιβάνοφ, με ολοκαίνουρια μεταμοντέρνα οπτική, αποδεικνύοντας ότι το μπαλέτο δεν είναι για λίγους: η Λυρική μπορεί να γίνει sold out, να στρέψει τους προβολείς στην υψηλή τέχνη και να κάνει talk of the town ακόμα και ένα θρυλικό έργο του 1877. Δεν είναι η πρώτη φορά άλλωστε. Την τελευταία δεκαετία έχει κάνει το αδύνατο-δυνατό: με παραγωγές που σε αναγκάζουν να ερωτευθείς την κλασική μουσική ακόμα κι αν είσαι εντελώς αμύητος, με minimal αφίσες που ακολουθούν όλες τις νέες τάσεις του graphic design, με προγράμματα-κοσμήματα, με μια νέα επικοινωνία που δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα τα μεγαλύτερα brands διεθνώς. Πέρυσι απέκτησε και το φουτουριστικό κτίριο που της αξίζει -με υπογραφή του σπουδαίου αρχιτέκτονα Renzo Piano- σε ένα πάρκο το οποίο έχει γίνει η νέα καρδιά της πόλης. Η Λυρική δεν κοιτά απλώς μπροστά, έχει κάνει το άλμα και συναγωνίζεται τις μεγαλύτερες όπερες στον κόσμο.
Σε αυτή την παραγωγή, χορηγός της οποίας είναι η APIVITA, ο Κωνσταντίνος Ρήγος παίζει με το συλλογικό μας ασυνείδητο, φέρνοντας τη Λίμνη των Κύκνων στο σήμερα, σε ερειπωμένο βενζινάδικο «για να θυμίζει έναν κόσμο που ξέμεινε από καύσιμα». Οι μπαλαρίνες λικνίζονται σαν κύκνοι σε ένα μεταποκαλυπτικό τοπίο γεμάτο σκουριές και γράσα, στη μέση του πουθενά, έναν κόσμο που θυμίζει τις δυστοπίες της Μάργκαρετ Ατγουντ. Παίζει με τα συναισθήματα, φλερτάρει με τους φόβους της σύγχρονης εποχής, παντρεύοντας το κλασικό με το μεταμοντέρνο, το χθες με το αύριο, το φυσικό με το υπερφυσικό. Στο πρόσωπα του Πρίγκιπα Ζήγκφρηντ ενσαρκώνεται και αντικατοπτρίζεται η εσωτερική μάχη των μεταμοντέρνων ανθρώπων που προσπαθούν να βρουν το νόημα της ζωής σε έναν καινούριο κόσμο κενού νοήματος. Στις κινήσεις του Βαγγέλη Μπίκου, ο οποίος δεν υποδύθηκε απλώς υποδειγματικά το ρόλο του πρίγκιπα, αλλά τον επανεφηύρε σαν ένα κινούμενο γλυπτό επί σκηνής, ο έρωτας διαρκώς παλεύει με τον αφανισμό του, το καλό μάχεται με το κακό. Ένας ρομαντικός στην καρδιά του κυνισμού, ένας νους σε απόλυτη κρίση, του οποίου τα άλματα και τις πτώσεις παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα. «Το βλέμμα του Ζήγκφρηντ είναι άλλωστε ο κύριος φορέας της αφήγησης. Δικές του φαντασιακές προβολές είναι ο λευκός και ο μαύρος κύκνος, τους οποίους καλείται να κυνηγήσει και να σκοτώσει: καθώς δεν είναι παρά κομμάτια του εαυτού του, το βέλος του τόξου του θα βρει τελικά και τον ίδιο».
Η τρίτη και η τέταρτη πράξη είναι πολύ δυνατές και ατμοσφαιρικές. Η στιγμή του θανάτου παρουσιάζεται με συγκλονιστικό τρόπο. Το φως, η κίνηση, αλλάζουν. Η μουσική παγώνει. Ένας μεταλλικός ηλεκτρονικός ήχος συγκλονίζει τους χορευτές, τα σώματα πονούν, σωπαίνουν, εκμηδενίζονται μπροστά στο αμετάκλητο. Η σκηνή είναι σαν ένας γιγαντιαίος πίνακας ζωγραφικής που ζωντανεύει μπροστά στους θεατές. Και μετά, η γνωστή -βαθιά ανθρώπινη- μουσική του Τσαϊκόφσκι έρχεται σαν κάθαρση, σαν κύμα, σαν ανάσα, σαν ένα χάδι που σε ανακουφίζει, πέφτει μέσα σου σαν μια ξαφνική βροχή μετά από μέρες ξηρασίας.
O ίδιος ο Κωνσταντίνος Ρήγος σημειώνει: «Στη Λίμνη των κύκνων παρουσιάζω μια εκδοχή που φλερτάρει με τη γοητεία του κλασικού χορού με έναν σύγχρονο τρόπο νεοκλασικού ενδιαφέροντος. Μια εκδοχή προσαρμοσμένη στην τεχνική που διαθέτει το μπαλέτο της ΕΛΣ. Πιστεύω ότι όλες οι κλασικές χορογραφίες με την ανάλογη ερμηνεία μπορούν να μοιάζουν σύγχρονες. Έχω κρατήσει κάποια κομμάτια της κλασικής χορογραφίας των Ιβάνοφ και Πετιπά σχεδόν αυτούσια, μιας και τόσα χρόνια μετά τη δημιουργία τους μου φαίνονται σχεδόν σημερινά. Ο κλασικός χορός χρειάζεται υψηλή τεχνική και εκφραστικότητα. Παράλληλα, αν ξεπεράσεις το κομμάτι της παντομίμας που υπάρχει στα έργα αυτά, το κλασικό μπαλέτο έχει εξελιχθεί ως τεχνική και τέχνη. Οι ήρωες κρατάνε τα χαρακτηριστικά της κλασικής εκδοχής, μόνον που οι ρόλοι παρουσιάζονται ως προβολές του ίδιου του πρίγκιπα. Βλέπω τους ρόλους του λευκού και του μαύρου κύκνου ως τις δύο πλευρές του ίδιου προσώπου. Την αθωότητα και την ανάγκη για αυτοκαταστροφή που κρύβει μέσα του κάθε άνθρωπος. Την ανθρώπινη ύπαρξη την έλκει το καλό και το κακό. Αυτό το βρίσκω ιδιοφυές σε αυτό το έργο και είναι ένα από τα στοιχεία που θέλω να αναδείξω. Το πώς, δηλαδή, παρουσιάζονται οι δύο εκδοχές της ανθρώπινης ύπαρξης, η καλή και η κακή».
Της Ματούλας Κουστένη/Εφημερίδα των Συντακτών, 13 Νοεμβρίου 2018
Η σκηνή ήταν υποφωτισμένη. Το σκοτάδι υπερίσχυε, το τοπίο ήταν ομιχλώδες. Από την οροφή κρέμονταν φτερά από νέον, πολυέλαιοι κι ένας μεγάλος λευκός κύκνος. Πλάσματα αλλοπρόσαλλα περιφέρονταν, στραφταλιζέ κοστούμια γέμιζαν τη σκηνή, μεταλλικές λεπτομέρειες στα κοστούμια υπογράμμιζαν την αγριότητα, κρωξίματα πουλιών ακούγονταν, ντεκαντάνς κυριαρχούσε, άνδρες και γυναίκες φορούσαν τις ίδιες τουτού, σιδερένια κλουβιά φυλάκιζαν τις προσδοκίες των ηρώων.
Ο Κωνσταντίνος Ρήγος κρατήθηκε από την καταχνιά και την παρακμή που κρύβεται πίσω από ένα έργο που αποτελεί την επιτομή του ρομαντικού μπαλέτου και παρουσίασε τη «Λίμνη των κύκνων» του Π. Ι. Τσαϊκόφσκι σε ένα τοπίο μετά την καταστροφή, σε μια πύρινη κόλαση.
Η σεζόν του Μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής ξεκίνησε το Σάββατο με το διασημότερο μπαλέτο όλων των εποχών. Στην πρώτη χορογραφία του ως διευθυντής του Μπαλέτου ο ανατρεπτικός χορογράφος επιχείρησε μια νέα ανάγνωση πάνω στη «Λίμνη των κύκνων» (στο παρελθόν έχει αναμετρηθεί ξανά με το έργο), η οποία σε μεγάλο βαθμό συνομιλεί αλλά κυρίως βγάζει γλώσσα στην πρωτότυπη χορογραφία των Πετιπά/Ιβάνοφ και συνδυάζει έξοχα το χθες με το σήμερα του έργου.
Ο Κωνσταντίνος Ρήγος ανέσυρε φόβους και εικόνες της εποχής μας για να καταδυθεί στη δική του λίμνη. Ενα ερημωμένο βενζινάδικο για να θυμίζει έναν κόσμο που ξέμεινε από καύσιμα. Μια λίμνη όπου το φυσικό και το υπερφυσικό συνυπάρχουν και εναλλάσσονται, ένα σκηνικό που αφήνει αιχμές για την περιβαλλοντική κρίση του πλανήτη, ένας λευκός κι ένας μαύρος κύκνος να μάχονται. Και στο κέντρο, ο Πρίγκιπας Ζίγκφριντ -ένας ρομαντικός ήρωας που αναμετράται διαρκώς με το απόλυτο.
Ο χορογράφος ήθελε να είναι το βλέμμα του Ζίγκφριντ ο κύριος φορέας της αφήγησης. Αλλωστε ο λευκός και ο μαύρος κύκνος, τους οποίους καλείται να κυνηγήσει και να σκοτώσει, είναι δικές του φαντασιακές προβολές. Είναι κομμάτια του εαυτού του, γι’ αυτό και το βέλος του τόξου στο τέλος θα βρει και τον ίδιο. Είναι, λοιπόν, πολύ τυχερός ο Κ. Ρήγος που για τον ρόλο αυτό έχει ένα σολίστα ταλαντούχο και φορμαρισμένο σαν τον Βαγγέλη Μπίκο.
Ο κορυφαίος χορευτής του οργανισμού, ατρόμητος, goth και αυτοκαταστροφικός όσο πρέπει, ήταν αιθέρας, στιγμές στιγμές έμοιαζε να μην πατά στο έδαφος. Τρυφερές, εύθραυστες, καλοδουλεμένες και προφανώς αντάξιες των χιλιομέτρων που έχουν στα πόδια τους ήταν τόσο η Μαρία Κουσουνή όσο και η Ευρυδίκη Ισαακίδου (που ανάλογα το καστ μοιράζονται τον ρόλο του Λευκού Κύκνου- Οντέτ). Δυναμισμό, σφρίγος και τρομερή ένταση έβγαζε η ερμηνεία της σκοτεινής Ελεάνας Ανδρεούδη (Μαύρος Κύκνος- Οντίλ).
Η αγριάδα κοντραρίστηκε με την επικής τρυφερότητας μουσική του Ρώσου συνθέτη, οι σκιές με την καθαρότητα, το καλό μονομάχησε με το κακό. Οι μισοί χορευτές του μπαλέτου με τους άλλους μισούς. Κακά τα ψέματα, η ομάδα αυτή είναι δύο ταχυτήτων κι αν εξαιρέσεις την πρωταγωνιστική τριάδα σε όλη τη διάρκεια της παράστασης είχες την αίσθηση ότι όλοι πρέπει να αξιοποιηθούν με κάποιον τρόπο, κάπου, ακόμα κι αν τραβούν τους υπόλοιπους στον πάτο της Λίμνης. Πάλι καλά που στο β’ μέρος πήρε χρόνο η νέα γενιά του μπαλέτου (τι ωραία ήταν η τρίτη πράξη με τους εθνικούς χορούς) και φρέσκος αέρας ανανέωσης φύσηξε στην αίθουσα.
Ισως πάλι όλα αυτά να είναι ψιλά γράμματα, καθώς -όπως μαρτυρούν τα λίγα εισιτήρια που έχουν απομείνει για τις υπόλοιπες βραδιές και η προσθήκη μιας έξτρα παράστασης στις 20 Δεκεμβρίου- η «Λίμνη» του Ρήγου είναι μια λαμπερή παραγωγή, φτιαγμένη με τρόπο που ο κόσμος ποθεί να κολυμπήσει μέσα της. Δεν είναι αυστηρά κλασική για να έχουμε υψηλές προσδοκίες από χορευτές που ενδεχομένως θα μας διαψεύσουν. Είναι μια ανάγνωση που νερώνει τις παραδοσιακές φόρμες, ακολουθεί σύγχρονα βήματα και τους αφήνει όλους ικανοποιημένους. Μέσα σε όλους και ο Κωνσταντίνος Ρήγος που στο φινάλε αποθεώθηκε -δικαίως- για τη δουλειά του. Αλλά το μεγαλύτερο χειροκρότημα του το χρωστάμε που καταφέρνει και κρατά τόσο δύσκολες ισορροπίες.