Δάφνις και Χλόη
Θέατρο ΑποθήκηΚωνσταντίνος Ρήγος
Μωρίς Ραβέλ
Αντώνης Δαγκλίδης
Νίκος Νατσούλης
Παναγιώτης Μανούσης
Λυδία Βενιέρη, Κίμωνας Σκάσσης
Φώτης Νικολάου, Ρούλα Κουτρουμπέλη, Έλενα Τοπαλίδου, Μάρω Γρηγορίου – Βάλια Παπαχρήστου, Γιάννης Γιαπλές, Κωνσταντίνος Ρήγος, Amalia Bennett, Χόρχε Περδίκης – Βαρουξή
Χοροθέατρο Οκτάνα
18-04-1995 Θέατρο Αμαλία, Θεατρική Άνοιξη Θεσσαλονίκη
22-09-1995 Φεστιβάλ Βύρωνα “Στην σκιά των Βράχων”
Του Γιώργου Σαρηγιάννη/Τα Νέα, 10 Φεβρουαρίου 1995
Το όμορφο γυμνό κορίτσι αφήνει το κεφάλι του πίσω και το όμορφο γυμνό αγόρι δαγκώνει τρυφερά την άκρη της κοτσίδας της. Μια συναρπαστική ερωτική στιγμή σε μια ερωτικότατη, γυμνή, τολμηρή, αλλά εντούτοις αφοπλιστικά αθώα χορογραφία – ό,τι ακριβώς αποπνέει το ειδύλλιο του Λόγγου και η μουσική του Μορίς Ραβέλ.
Ο Κώστας Ρήγος, από τους σημαντικότερους σήμερα του ελληνικού χορού, «γέννησε» με την «Οκτάνα» του το δικό του «Δάφνις και Χλόη» στην «Αποθήκη», που διαμορφώθηκε σε μια λειτουργική χορευτική σκηνή από τον ίδιο και την Μαίρη Τσούτη, η οποία θα ακολουθήσει το Μάρτιο με την «Ανάλιά» της.
Ένα κομμάτι πυκνό, σφριγηλό, με μια χειμαρρώδη φαντασία στα βήματα, που απέδειξε άλλη μια φορά ότι είχαν δίκιο όσοι πίστεψαν στον νεώτατο χορογράφο από την πρώτη στιγμή, όταν «μωρό» ακόμη, έπεσε ως αλεξιπτωτιστής στο χώρο του χορού – ένα μωρό που τα τελευταία χρόνια δείχνει να βγάζει φτερά.
Ένα αφημένο, μεγαλόπρεπο, νεοκλασικό δωμάτιο, με πολυελαίους και ειδυλλιακούς πίνακες στους τοίχους, το οποίο σιγά σιγά στις άκρες του «λιώνει», μουχλιάζει, γίνεται χώμα και βρύα, ήταν η έξοχη ιδέα του Αντώνη Δαγκλίδη για το σκηνικό.
Και από τις κόχες του, σαν μέσα από τη γη, «φύτρωναν» οι οκτώ καλοί χορευτές – μια σφριγηλή, γυμνασμένη ομάδα – για να παίξουν το παιχνίδι του έρωτα που θα καταλήξει σ’ ένα στριπ-πόκερ!
Στην επίσημη ήταν εκεί ο Λάκης Λαζόπουλος, ο Νίκος Κούνδουρος, ο Γιάννης Χουβαρδάς με την Ναταλία Δραγούμη, ο Βασίλης Νικολαΐδης, η Ντόρα Τσάτσου, ο Σταύρος Ζαλμάς, η Αγγελική Στελλάτου, η Λία Μελετοπούλου, ο Νίκος Σέκερης, ο Αντώνης Κυριακούλης, ο Χάρης Παπαδόπουλος και άλλοι πολλοί που γέμισαν το θέατρο και επιβράβευσαν τη δουλειά με θερμό χειροκρότημα.
Της Κατερίνας Τζαβάρα
Ο ορισμός του Ζολά ότι το έργο είναι μια «φέτα ζωής», στέκεται πλάι στην άποψη των σύγχρονων θεατρολόγων πως, για παράδειγμα, «ο Σέξπιρ μπορεί να παιχτεί με δύο σανίδια κι ένα πάθος» και η μακρά πορεία του θεατρικού γίγνεσθαι μέχρι την πιο σύγχρονη μορφή του σταματά σε μία πρόταση: Ανέβασμα από ομάδα χοροθεάτρου!
Μουσική του Μορίς Ραβέλ, που ντύνει ένα μυθιστόρημα του Λόγγου.
Εκεί που η αισθητική της κλασικής σχηματολογίας συναντά την εμπειρία του εξπρεσιονισμού, γεννιέται μια νεορομαντική απόδοση του μύθου οικείου, απλού, διαχρονικού. Μελό; Όχι. Μια γλυκιά, ρομαντική ιστορία μ’ ένα αισιόδοξο μήνυμα, που σε κάποια σημεία της φτάνει σε απεγνωσμένα οργιαστικά ξεσπάσματα, για να καταλήξει σ’ ένα φινάλε ανατρεπτικό.
Σκηνικό: Το εσωτερικό ενός δωματίου, που ανάλογα με το φωτισμό γίνεται ξέφωτο, μια «πράσινη» ανάμνηση των λιβαδιών της αθωότητας.
Ο Δάφνις θα συναντήσει τρεις Χλόες, που καθεμιά διατηρεί στη συμπεριφορά της στοιχεία διαφορετικά, μεταλλαγμένα ανάλογα με τη στιγμή της συνάντησης. ΤΟ μυθικό ζευγάρι του Πάνα και της Σύριγγος προαναγγέλλει όσα θα συμβούν. Ο Δόρκων, σύμβολο ανδρισμού, και η Λυκαίνιον, σύμβολο πάθους, είναι το μοναδικό σύγχρονο ζευγάρι. Ο Δάφνις και η Χλόη δεν πρωτογνωρίζουν μαζί τον έρωτα. Ο Δάφνις «μαθαίνει» από τη Λυκαίνιον και η εμπειρία του ωριμάζει στο όνειρό του! Η Χλόη δεν έχει περιθώρια να «ανακαλύψει». Γνωρίζει τον έρωτα από τους πειρατές που τη βιάζουν. Στο τέλος δεν υπάρχει ανυπομονησία, παρά μια χειραγωγημένη αναμονή, που αφήνει περιθώρια για ένα… παιχνίδι.
Η ατμόσφαιρα διατηρεί μια ευγένεια, που αναγκάζει τον θεατή να επιστρατεύσει την αθωότητά του και να την αφήσει μπροστά στη σκηνή. Η χορογραφία και η σκηνοθεσία είναι του Κώστα Ρήγου, που εμφανίζεται και ως Βρίαξις. Τα σκηνικά έκανε ο Αντώνης Δαγκλίδης και τα κοστούμια ο Νίκος Νατσούλης. Χορεύουν οι Φώτης Νικολάου, Ρούλα Κουτρουμπέλη, Έλενα Τοπαλίδου, Μάρω Γρηγορίου / Βάλια Παπαχρήστου, Γιάννης Γιαπλές, Χόρχε Περδίκης – Βαρουξή και Αμάλια Μπένετ. Την εικαστική παρέμβαση στην πρόσοψη του θέατρου «Αποθήκη» δημιούργησαν η Λυδία Βενιέρη και ο Κίμωνας Σκάσσης. Το έργο θα παρουσιάζεται μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου. […]
Πόση είναι, αλήθεια, η απόσταση που πρέπει καθένας να καλύψει από τη χαμένη εφηβική του αθωότητα, για να πάρει θέση, όχι κατ’ ανάγκην απέναντι στον Δάφνι, τη Χλόη, τους πειρατές, τον Πάνα ή τη Λυκαίνιον, αλλά απέναντι στο μύθο της αγάπης; Το σίγουρο είναι ότι η Τέχνη μικραίνει τις αποστάσεις.
Του Ανδρέα Ρικάκη
Η στήλη το έχει διακηρύξει συχνά στο παρελθόν: ανάμεσα στα μπαλέτα του εικοστού αιώνα που θεωρεί ότι είναι αδύνατον να χορογραφηθούν και πάντα κάπου απογοητεύουν είναι το Δάφνις και Χλόη του Ραβέλ. Να, όμως, που ο υπογράφων αποστομώθηκε από τον Κώστα Ρήγο και το Χοροθέατρο Οκτάνα. Γιατί η φετινή πρότασή τους στο ανανεωμένο Θέατρο Αποθήκη υπήρξε, απλούστατα, εκθαμβωτική. Στη συνέντευξη Τύπου, ο Ρήγος ανακοίνωσε ότι η ιδέα να αναβιώσει το μπαλέτο αυτό προέκυψε από μια πρόκληση, ένα στοίχημα. Δέχτηκε, και κέρδισε (να’ ναι καλά ο χαμένος που τον προκάλεσε!).
Με τον Αντώνη Δαγκλίδη στον εικαστικό περίγυρο, τον Νίκο Νατσούλη στα κοστούμια και τον Παναγιώτη Μανούση στους φωτισμούς, έστησαν ένα χορο-θέαμα που χρόνια είχαμε να απολαύσουμε στον τόπο μας, καθώς όλοι οι παράγοντες φάνηκαν να εμπνέονται και ανταγωνίζονται σε γοητεία, αισθητική και κάλλος. Στην πρεμιέρα της 3/2 βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια υπέροχη, νεανικότατη ομάδα (οκταμελή με πέντε από τα στελέχη της αποφοίτους της Κρατικής Σχολής Χορού) που λειτούργησε με ύφος, ήθος, υπερένταση, τεχνική υπερεπάρκεια και ομοιογένεια ως προς το χορογραφικό αιτούμενο. Θύμισε τις παλιές, πολύ καλές μέρες του Πειραματικού Μπαλέτου Αθηνών. Μείναμε κυριολεκτικά άναυδοι, ενώ κύματα ανατριχίλας διαπερνούσαν τη σπονδυλική στήλη. Το αυτό συνέβηκε και στις επόμενες τρεις παραστάσεις που παρακολουθήσαμε (4, 5 και 6/2) και θα συμβαίνει, υποψιαζόμαστε, και σε κάθε μελλοντική μας επίσκεψη στο θέατρο της Πλατείας Κουμουνδούρου.
Στις αίθουσες και στις βεράντες κάποιου εγκαταλελειμμένου νεοκλασικού αρχοντικού, με τις παλιές τοιχογραφίες και τα αναρριχητικά φυτά. Βράδυ με φεγγαρόφωτο. Στην Καστέλλα των αρχών του αιώνα; Στο Κάπρι, στην Κυανή Ακτή, την Τύνιδα, την Αλεξάνδρεια, την παλιά Βηρυττό; Μεσόγειος – και ξέρουμε τι σεληνιασμός μας έπιανε όταν ήμασταν νέοι και ακμαίοι. Βογγά το σπίτι, καθώς οι οκτώ κάτοικοί του ξυπνούν και με τους στεναγμούς της μαγευτικής μουσικής αρχίζουν τις περιπλανήσεις. Υπνοβατούν, ντυμένοι, ημίγυμνοι ή ολόγυμνοι. Φαντασιώνονται ή βιώνουν τον πόθο και τον έρωτα; Παίζουν ή σοβαρολογούν; Το ζευγάρι που πιστεύει ότι είναι η Σύριγξ και ο Παν; Τα μικρά που τσιτσιδώνονται με γελάκια σκανταλιάρικα, η κυρία που βιάζει το γυμνό παλικαράκι – ή μήπως είναι μια ονείρωξή του; Και η κοπέλα που υφίσταται το Gang Rape – είναι τραύμα, ονειροφαντασίωση ή μήπως απόκρυφη ελπίδα; Ο άντρας που σπαράζει με τον ανεκπλήρωτο ερεθισμό του και η κατασταλαγμένη γυναίκα που κερδίζει τον νεαρό άντρα; Ποια είναι η δαιμονική μορφή που φέρνει το μπαλέτο στο πιο απροσδόκητο και πρωτότυπο φινάλε, αποκαλυπτικό Coup de Theatre που δεν θα αποκαλύψουμε!
Όμως στο Δάφνις και Χλόη θα επανέλθουμε, γιατί ο Ρήγος δεν κέρδισε μόνο κάποιο στοίχημα. Μοιάζει να καλπάζει προς το ζηλευτό κρατικό βραβείο καλύτερης χορογραφικής παραγωγής!
Εν Χορώ, Μάρτιος 1995
Πρώτη άποψη η σκηνή που κυριαρχεί στα όρια ανάμεσα σε γυαλιστερά πατώματα, πίνακες και πολυελαίους από τη μία και τα βράχια που γλύφει η μεσογειακή αλμύρα από την άλλη. Οι δύο άκρες της σκηνής καταπίνουν και εμφανίζουν τα πρόσωπα του έργου σε μία διαδρομή ιχνηλασίας από το παιδιάστικο στο παιδικά σοφό. Η αγκύλωση της ενηλικίωσης έχει απορριφθεί. Τρεις Χλόες πρωταγωνιστούν στο σκηνικό αυτό του Αντώνη Δαγκλίδη. Η Πρώτη (Ρούλα Κουτρουμπέλη) γόνιμη και παιχνιδιάρα σαν την άνοιξη και η Δεύτερη (Έλενα Τοπαλίδου) πρώιμα σοφή, βιασμένη από τρεις Πλούτωνες-Κουρσάρους. Η Τρίτη, Γυναίκα όπως «όλες οι γυναίκες μαζί» (Μάρω Γρηγορίου). Για ένα Δάφνι (Φώτης Νικολάου) άντρα, κριάρι και ξωτικό.
Η Οκτάνα παρουσιάστηκε στο έργο Δάφνις και Χλόη σε μουσική Μωρίς Ραβέλ σαν μία ανδρωμένη χορευτική ομάδα. Έχει αποκτήσει μαζί με την πολύτιμη εμπειρία χορευτικές δεξιότητες που λύνουν τα χέρια στον χορογράφο της. Ο Κωνσταντίνος Ρήγος δεν χρειάστηκε να θυσιάσει ούτε τη φόρμα ούτε το περιεχόμενο της δημιουργίας. Έκανε ποίηση με γνήσιο ταμπεραμέντο ενώ η ομάδα την «απέδωσε» αποπνέοντας φυσική και ψυχική ενέργεια που δεν σπαταλήθηκε στο ελάχιστο. Απορροφήθηκε εξ ολοκλήρου από το κοινό.
Κινησιολογικός πλούτος και ευγλωττία χαρακτήριζαν τα συναισθήματα που πότισαν την παράσταση σε όλο το μήκος της. Μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Ιδιαίτερα φρέσκια και τραγανή αποδείχτηκε η χορογραφία σε στιγμές ερωτικές – ξεχείλιζε από ανήμερη εφηβική ομορφιά το παιχνίδι της πρώτης Χλόης και του Δάφνι – και αδρά χρωματισμένη στις βίαιες. Η σοφή χρήση των σκηνικών, τα κοστούμια του Νίκου Νατσούλη και οι φωτισμοί του Παναγιώτη Μανούση αύξησαν την ένταση.
«Δεν ανυπομονώ πιά. Τώρα μπορώ να χειραγωγήσω την αναμονή μου, να την διοργανώσω σαν ένα παιχνίδι», λέει ο Δάφνις δια στόματος Κωνσταντίνου Ρήγου στον επίλογο.
Του Ανδρέα Ρικάκη
Μιλήσαμε ήδη στο προηγούμενο σημείωμά μας για την αναβίωση του μπαλέτου Δάφνις και Χλόη του Ραβέλ από τον Κώστα Ρήγο και πως η παραγωγή αυτή καλπάζει προς το πολυπόθητο κρατικό βραβείο χορού. Καλπάζει, αλλά δεν το έφτασε, βέβαια, ακόμη. Και άλλοι ικανότατοι… χορο-ιππείς βρίσκονται ήδη στην πίστα, σπεύδοντας με ταχύτητα και – είμαστε βέβαιοι – ικανότητα προς το φώτο-φίνις. Μήπως γι’ αυτό δεν θεσπίστηκε, άλλωστε ο θεσμός; Για το σκληρό ανταγωνισμό. Θαρσείν χρη, λοιπόν. Ας ανατρέξουμε, όμως, στην ανέλιξη της χορογραφικής τέχνης στην Ελλάδα κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα. Θα συναντήσουμε το Πολύπτυχο Σκαλκώτα του Μέτση (1975 – 1979) την Οικογένεια του Μανταφούνη (1981) και μόλις τώρα το Δάφνις και Χλόη του Ρήγου. Αν ο πρώτος έφερε στην αποθέωση ένα γνήσια ελληνικό νέο-κλασικό ιδίωμα, ο δεύτερος έθεσε επί τάπητος τη μοντέρνα διάλεκτο μιας διεθνοποιημένης άποψης. Ο Ρήγος, περνώντας με πρωτοτυπία απορίας άξια – για το νεαρό της ηλικίας του – από τους περσινούς Γάμους του Στραβίνσκι στο φετινό αριστούργημα του Ραβέλ, μας ξαφνιάζει με το σύγχρονο κλασικισμό του ή τον κλασικό μοντερνισμό του, αν προτιμάτε. Μεταχειριζόμενος άνετα κλασικά και σύγχρονα διδάγματα, αλλά με μια αναμφισβήτητα προσωπική κινησιολογική γραφή, ακούγοντας άλλο τόσο ιδιωματικά μια μουσική εφιαλτικής δυσκολίας και επικίνδυνης λαγνείας, ακολουθεί ή απορρίπτει τους αναγνωρίσιμους ρυθμούς ή τους εσωτερικούς παλμούς της και προχωρεί πέρα από αυτούς με μια αδιάκοπη ενέργεια.
Οι λύσεις που προσφέρει ο Ρήγος στην πασίγνωστη ιστορία του Λόγγου και στο σαθρό πρωτότυπο σενάριο του Φόκιν ξαφνιάζουν. Άλλο τόσο η διδασκαλία των πανέμορφων, πλαστικά και δραματικά, χορευτών του που ερμηνεύουν πολλαπλούς ρόλους. Τρεις οι Χλόες: παιχνιδιάρα και παρθενική η σουμπρέτα της Ρ. Κουτρουμπέλη, συναρπαστική «βιασθείσα» έφηβος η σταρ του Χοροθεάτρου «Οκτάνα» Ε. Τοπαλίδου, θυμόσοφα φλογερή ενήλικη η Μ. Γρηγορίου. Το ζευγάρι Σύριγξ – Παν, που επανέρχεται σαν επωδός, εκφράζεται με αδρή συνέπεια και ψυχρή σεξουαλικότητα από την Α. Μπένετ και τον χορευτή Χ. Περδίκη – Βαρουξή. Ώριμος χορευτής ήδη ο Γ. Γιαπλές στη δυσκολότατη τεχνικά και εκφραστικά μεταλλαγή από απορριφθείς εραστής σε GO-GO BOY! Ο ίδιος ο χορογράφος σκιτσάρει μια δυσοίωνη φιγούρα, πανταχού παρούσα, βγαλμένη λες από τα αφηγήματα του Ε.Τ. Χόφμαν.
Τέλος: ο Δάφνις του Κυπρίου δευτεροετούς της Κρατικής Σχολής Χορού Φώτη Νικολάου. Χρόνια έχουμε να συναντήσουμε τέτοιο «αγγιγμένο» χοροπλάσμα. Ας είναι ο δρόμος του κοπιαστικός και ευοίωνος. Και ας μη διαψεύσει τις επενδύσεις μας επάνω του η θεά Τερψιχόρη.
Του Ανδρέα Ρικάκη
Από πολύ νωρίς ο Κώστας Ρήγος αποφάσισε ότι αν ήθελε να αναβιώνει τις χορογραφίες του σε διαφορετικούς χώρους, θα ανακατασκεύαζε και την αισθητική, δομική, τεχνική, μέχρι και χορογραφική οντότητα. Έχοντας παρακολουθήσει, άλλοτε συμπτωματικά και άλλοτε επιδιώκοντας, πολλές «εκδόσεις» των δυο έξοχων μπαλέτων που παρουσίασε το Χοροθέατρο Οκτάνα τα τελευταία τρία χρόνια, μπορώ άνετα να αποδώσω στον Ρήγο τον τίτλο του «Χαμαιλέοντα» της χορευτικής αναβίωσης.
Για παράδειγμα: οι περίφημοι Γάμοι του 1993 ανέβηκαν στο Θέατρο δωματίου. Σημείο με όλη την κλειστοφοβική του υπόσταση. Στη μεταφορά τους στο απλωτό θέατρο του Κολλεγίου Ψυχικού, η εσώτερη και λεπτεπίλεπτη εκφραστικότητα παρήλλαξε σε μια εξπρεσιονιστικής έντασης πρόταση «προς τα έξω». Στην Κρήτη, είχαμε γάμους στο μεσαιωνικό θέατρο Φίρκας με το φεγγάρι στον ξάστερο ουρανό και τους συνδαιτυμόνες στην .. αυλή. Ολοκληρωτική ανακατασκευή ή επί το μεταμοντέρνο στο Κάστρο της Καλαμάτας με διαφορετικά κοστούμια, άλλο σκηνικό, ηυξημένο χορευτικό σώμα για κάποια μεταλλαγμένα παντρολογήματα που ξεχείλιζαν νοσηρή σκληρότητα. Το Δάφνις και Χλόη, αλλάζοντας σκηνικό διάκοσμο και με παραλλαγές στα κοστούμια ταξίδεψε Αθήνα – Θεσσαλονίκη κι όταν έφτασε στα νταμάρια του Βύρωνα επέλεξε να διεξαχθεί… παρά θιν’ αλός! Στην άμμο τη ξανθή χόρεψαν τα παιδιά, ντυμένα, γυμνά ή ημίγυμνα, ανακαλώντας επικίνδυνες αθλοπαιδιές και γυμνοπαιδιές που όλοι κάποτε στα νιάτα μας πραγματώσαμε. Έξοχο! Κι ο χαμαιλεοντισμός συνεχίζεται. Για τον Κώστα Ρήγο.
Της Μίρκας Δημητριάδη – Ψαροπούλου/Ελευθεροτυπία, 11 Μαρτίου 1995
Ο Κώστας Ρήγος εφήρμοσε και στο καινούργιο του έργο «Δάφνις και Χλόη» του Μορίς Ραβέλ, που ανέβασε στο θέατρο Αποθήκη, την ίδια συνταγή που του χάρισε την επιτυχία στο προηγούμενο, «Οι Γάμοι» του Στραβίνσκι. Ήτοι ένα καταξιωμένο μπαλέτο της εποχής των Ρωσικών Μπαλέτων του Ντιαγκίλεφ και γυμνό (επαυξημένο μάλιστα στην τωρινή παράσταση). Αποτέλεσμα, μία ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία. Συμπέρασμα: Τα ρούχα σκανδαλίζουν. Δεν σημαίνει βέβαια πως η ακολουθία αυτή εγγυάται την επιτυχία. Στην περίπτωση του Ρήγου συνέβαλε η εμπνευσμένη προσέγγιση του θέματος και ο ισορροπημένος συγκερασμός των παραγόντων στην όλη παρουσίαση του έργου. Παραγκωνισμένο στην πρώτη παρουσίαση το «Δάφνις και Χλόη», χορογραφία Φακίν το 1912, από το πολύ εντυπωσιακότερο και επαναστατικό «Απομεσήμερο ενός Φαύνου» του Ντεμπισί, σε χορογραφία Νιζίνσκι, βρήκε τη δικαίωσή του αρκετά χρόνια αργότερα όχι μόνο με αυθεντικές αναβιώσεις, αλλά και ενδιαφέρουσες εκδοχές όπως του Φρέντερικ Αστον το 1951, του Ζορζ Σκιπμπίν το 1958, του Τζον Κράνκο το 1962, του Τζον Νοϊμάγιερ το 1972.
Ακολουθώντας τον ειρμό της ιστορίας του Λόγγου, με μικρές παρεκκλίσεις όπως τα τρία πρόσωπα της Χλόης, ο Κώστας Ρήγος, υπεύθυνος για τη χορογραφία και σκηνοθεσία του έργου, παρουσίασε με βάση το ερωτικό στοιχείο, μια αλληλουχία δρωμένων, ενταγμένων σε ένα ελκυστικό εικαστικό πλαίσιο, το οποίο διαμόρφωνε την κατάλληλη ατμόσφαιρα.
Οι ωραιότατοι πίνακες – σκηνικά του Αντώνη Δαγκλίδη βασίστηκαν στις ζωγραφικές συνθέσεις «Ειδύλλιο» του λόρδου Φρειδερίκου Λάιτον, «Ηχώ και Νάρκισσος» και «Μια Νεράιδα» του Τζον Ουίλιαμ Ουότερχαουζ. Μέσα σ’ αυτό το έξοχο πλαίσιο κίνησε ο Ρήγος τους οκτώ χορευτές, άλλοτε στατικά, εύγλωττες και ποιητικές μορφές, άλλοτε σε έντονη χορευτική έξαρση, πάντοτε όμως σε ουσιαστική επικοινωνία με το θεατή. Σημαντικές οι ερμηνείες της πρώτης Χλόης Ρούλας Κουτρουμπέλη, αποδυναμωμένης από κάθε είδους αισθησιακές εντάσεις στις πρώτες της αθώες περιπτύξεις με τον επίσης άπειρο Δάφνι (Φώτης Νικολάου), καθώς και της δεύτερης Χλόης, Έλενας Τοπαλίδου, που μέσα από τον εύπλαστο χορό της άφηνε να διαχέεται ο ολοκληρωμένος ερωτισμός της γυναίκας. Καλοφτιαγμένος ο Γιάννης Γιαπλές, Δόρκων, αντίζηλος του Δάφνι, ήταν απολύτως συμβατός με την αισθητική και το όλο πνεύμα της παράστασης.
Ο Παναγιώτης Μανούσης χειρίστηκε με διακριτικότητα τους φωτισμούς, συμβάλλοντας στη σωστή ατμόσφαιρα.
Θέατρο Αποθήκη 3/2/1995
Παραστάσεις που είδαμε
Χόρεψαν: Φ. Νικολάου, Ρ. Κουτρουμπέλη, Ε. Τοπαλίδου, Γ. Γιαπλές, Κ. Ρήγος, Α. Μπένετ, Χ. Περδίκης-Βαρουξή.
Στη φετινή, δεύτερη «μεγάλου μήκους» δουλειά του, ο Κ. Ρήγος διάλεξε να μας πει μια ερωτική ιστορία. Το εγχείρημα ήταν φιλόδοξο, με πολλά δύσκολα στη χορευτική απόδοσή τους σημεία λόγω της εσωτερικότητάς τους, όπως το σόλο της δεύτερης Χλόης, ή της προκλητικότητάς τους, όπως η σκηνή των φαντασιώσεων του Δάφνι. Αποδεικνύοντας όμως γνώση των κωδίκων, ταλέντο και πλούσια φαντασία τα κατάφερε!
Μέσα στο στυλιζαρισμένο Διονυσιακό τοπίο που με φροντίδα και γούστο στήθηκε στη σκηνή του θεάτρου «Αποθήκη», οι γυμνές, καλοφωτισμένες φιγούρες, τα αγκαλιάσματα και τα κυνηγητά τους μας μετέδωσαν τον ερωτισμό τους αλλά και μια αίσθηση λεπτής μελαγχολίας, απροσδιόριστης σχεδόν, όπως αυτή που μερικές φορές αναδίνουν τα παλιά σπίτια, γεμάτα από αόριστες μνήμες χαμένων πραγμάτων και χαμένων ανθρώπων. Είδαμε έναν «δαιμονικό» χορό μορφών χωρίς συγκεκριμένο σχήμα, ενδεδυμένο κενό, επ-ένδυση ερωτικού αισθήματος, χωρίς αντικείμενο, χωρίς κατεύθυνση συγκεκριμένη, άγρια, απαιτητική. Ο Κ. Ρήγος είναι ο μόνος ίσως χορογράφος στην Ελλάδα που κάνει το θεατή να συνειδητοποιεί πως δεν τα μπορούσε να υπάρχει έξω από τον τόπο της παράστασης, τόπο σωτηρίας και λύτρωσης. Ως τώρα, διαισθητικά (;) κατευθύνεται σωστά στην επιλογή των χαρακτήρων που στοιχειώνει και ζωντανεύει κάθε φορά στη σκηνή, με μεγάλο σταθμό τη φετινή υποδειγματική παραγωγή με εξαίρετους συνοδοιπόρους τους χορευτές του Χοροθεάτρου Οκτάνα. Απολαύσαμε την Ε. Τοπαλίδου πάντα αιθέρια, σωστή τεχνικά με σπουδαίες ερμηνευτικές ικανότητες. Τη Ρ. Κουτρουμπέλη απίστευτη ενσάρκωση νεανικής πονηριάς και ανεμελιάς, τη Μ. Γρηγορίου ώριμη και αισθησιακή «Χλόη», ερωτική νύμφη την Α. Μπένετ. Αεικίνητοι και οι άνδρες χορευτές: ο αθώος Δάφνις Φ. Νικολάου, ο «ιπτάμενος»,με μεγάλη πλαστικότητα Γ. Γιαπλές, ο επιβλητικός Χ. Περδίκης. Όλοι άρτιοι τεχνικά, με ευαισθησία στην προσέγγιση των ρόλων τους. Ωραία και διακριτική η παρουσία του ίδιου του χορογράφου στη σκηνή. Κλείνοντας να αναφερθούμε στα έξοχα κοστούμια του Ν. Νατσούλη που τόνισαν με λεπτές πινελιές τις διαφορές ανάμεσα στις τρεις Χλόες. Πολύ προσεγμένοι και οι φωτισμοί από τον Π. Μανούση, μας βοήθησαν να μπούμε στον κόσμο της φαντασίας του Κ. Ρήγου.