Ίκαρος – Αιφνίδια αποσυμπίεση
Μέγαρο Μουσικής ΑθηνώνΚωνσταντίνος Ρήγος
Αριστείδης Μυταράς (παραγγελία του Ο.Μ.Μ.Α.)
΄Αννα Γεωργιάδου – Κenny Maclellan
Νίκος Νατσούλης
Έλενα Πέγκα
Φίλιππος Κουτσάφτης
Γιώργος Λάνθιμος
Amalia Bennett
Μαριλένα Παναγιωτοπούλου
Ρούλα Κουτρουμπέλη, Gouadaloupe Martinez, Γιώργος Μάτσκαρης, Φώτης Νικολάου, Κωνσταντίνος Ρήγος,΄Ελενα Τοπαλίδου
Αναβίωση 2002
Ρούλα Κουτρουμπέλη, Τάκης Αργυρόπουλος, Παναγιώτης Κοντονής, Ηλίας Τσάκωνας, Κωνσταντίνος Ρήγος,΄Ελενα Τοπαλίδου
Γιώτα Φέστα, Amalia Bennett
Χοροθέατρο Οκτάνα, Οργανισμός Μεγάρου Μουσικής Αθηνών
Θέατρο Ιλίσια, Αθήνα [18 εως 29-12-97]
Φεστιβάλ
Berliner Festpiel Haus, Βερολίνο [Μάιος 2002]
Το Βήμα, 14 Δεκεμβρίου 1997
Ο τίτλος της παράστασης του χοροθεάτρου «Οκτάνα» του Κωνσταντίνου Ρήγου «Ίκαρος – Αιφνίδια αποσυμπίεση» στέκει μακρινή αφορμή για ό,τι ξετυλίγεται μπρος στα μάτια του θεατή. Ως σύγχρονος καλλιτέχνης που θέλει να υπηρετήσει το «πνεύμα της εποχής» και τη συγκίνηση μέσω του θεάματος ο Ρήγος επιστρατεύει τα πάντα – κανάτες, πρίζες, φακοί, σωσίβια, γυμνά ανδρικά σώματα – για τη διέγερση των αισθήσεων και πρώτιστα του αμφιβληστροειδούς. Στη μουσική επένδυση αυτού του κολάζ εικόνων – επεισοδίων δεν ακούγεται το Sex Machine του James Brown αλλά ένα heavy metal επιρροών σάουντρακ που υπογράφει ο Αριστείδης Μυταράς.
Με αφορμή το αιφνίδιο ρήγμα στο αεροσκάφος του επιχειρεί να δημιουργήσει ένα στιγμιαίο ρήγμα σε ό,τι έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε χορευτικό δρώμενο. Και καταφέρνει να φτιάξει ένα show, κάτι σαν άθροισμα εκκεντρικών επεισοδίων που υπηρετούν την αισθητική της κατάτμησης, της ασυναρτησίας και του παραληρήματος σε αναλογία με το φαντασιωτικό του δυτικού ανθρώπου σήμερα και στον αντίποδα της κλασικής τέχνης. Πρώτη μεταξύ ίσων η χορεύτρια της παράστασης Έλενα Τοπαλίδου.
Της Νατάσσας Χασιώτη
Δεν ήταν και λίγα τα σημαντικά γεγονότα στο χορό το 1997. Άλλα «άσπρα», άλλα «μαύρα» κι άλλα «γκρίζα», μας έκαναν να χαρούμε, να απογοητευθούμε, να γελάσουμε μέχρι δακρύων ή να θυμώσουμε. […]
«Άσπρο» στον «Ίκαρο – Αιφνίδια Αποσυμπίεση» της «Οκτάνας» του Κ. Ρήγου, με τη «μαύρη» σουρεαλιστική γραφή του, πρωτότυπο «δοκίμιο» πάνω στη ζωή και το θάνατο. […]
«Άσπρο», για να κλείσουμε αισιόδοξα, στο χορό! Ξεμιζεριάζει και «ταξιδεύει» όσους τον αγαπούν. Πάρτε το απόφαση ότι σας αφορά! Καλή χρονιά!
Της Μίρκας Δημητριάδη – Ψαροπούλου/Ελευθεροτυπία
Αν επιδίωξη του Κώστα Ρήγου, ιδρυτή του χοροθεάτρου «Οκτάνα» (1990) και σκηνοθέτη – χορογράφου του έργου «Αιφνίδια Αποσυμπίεση – Ίκαρος» με το οποίο συνεχίστηκε ο μήνας χορού στο Μέγαρο Μουσικής, ήταν μόνο να δώσει με αντιπροσωπευτική τραχύτητα και κυνικότητα το αλλοπρόσαλλο κοινωνικό χάος της εποχής μας, τότε επέτυχε το στόχο του.
Αγγίζοντας τα όρια του υπερρεαλισμού ανάμεσα στην πτήση και πτώση ενός αεροπλάνου, τα χορευτικά δρώμενα, δίχως συνοχή και αλληλουχία, σχηματίζουν αποσπασματικές εικόνες βίας, σεξ, ακραίων ψυχολογικών καταστάσεων πανικού, φόβου, υπαρξιακής αγωνίας, απόγνωσης. Η απειλή του θανάτου σε όλη την έκταση της αποστροφής του θνητού προς το αμετάκλητο τέλος. Όλα αυτά δόθηκαν μ’ αιχμηρή πειστικότητα κι ο θεατής αισθάνθηκε στο χώρο του θεάτρου το εσωτερικό του μοιραίου αεροσκάφους. Ο φόβος όμως δεν είναι ο αντικειμενικός στόχος του καλλιτέχνη. Το πέταγμα του Ίκαρου υποδηλώνει την επιθυμία ανάτασης του ανθρώπου, την ανάγκη για ελευθερία, την ενατένιση προς τα υψηλά ιδανικά, την αβάσταχτη παρόρμηση για κατάκτηση της γνώσης, και βέβαια σ’ αυτή την περίπτωση μέσα απ’ το πρίσμα του χορού. Αν αυτό θεωρείται ύβρις, καλόδεκτη ακόμα και η τιμωρία.
Κι εδώ είναι το λεπτό σημείο στο οποίο απέτυχε ο Ρήγος. Στο βαθύτερο εσωτερικό μήνυμα μιας δημιουργίας, που σίγουρα δεν μπορεί να είναι η απεικόνιση της ολίσθησης των αξιών στο σημερινό κόσμο. Αυτό είναι το επιφαινόμενο. Η αλήθεια βρίσκεται πέρα απ’ αυτό και χρέος του καλλιτέχνη είναι η αναζήτησή της. Και για να επαναλάβουμε τους στίχους του Κιτς: «Η ομορφιά είναι αλήθεια. Η αλήθεια ομορφιά. Αυτό μόνο ξέρουμε πάνω στη γη κι αυτό μόνο αρκεί να γνωρίζουμε». Και η διολίσθηση ενός νομίσματος μπορεί να κρύβει και κάποια σκοπιμότητα. Του καλλιτέχνη όμως είναι πολύ πιο επικίνδυνη.
«Αδυσώπητη» η μουσική του νεότατου Αριστείδη Μυταρά, γράφτηκε σε συνεργασία με το χορευτικό σχεδιασμό, γι’ αυτό και ταυτίζεται μαζί του στα σκληρά ροκ και heavy metal, εκπέμποντας μιαν άγρια συγκινησιακή ομορφιά στα κλασικότερα θυελλώδη περάσματα του βιολοντσέλου με τον Ρενάτο Ρίπο και του πιάνου με τη Νέλλη Σεμιτέκολο.
Υπήρξε απ’ αρχής μέχρι τέλους κατά τη διάρκεια της παράστασης μια τρομακτική ένταση με ενέργεια καθηλωτική, που πήγαζε εν μέρει από τη μουσική κι εν μέρει από τη δυναμική χορογραφική σύνθεση. Η οργάνωση της κίνησης με τη γνωστή μαεστρία του Ρήγου, αν και τη φορά αυτή με υπερβολή στο τρεμούλιασμα και σπασμούς, έδωσε εντυπωσιακά χορευτικά στιγμιότυπα εκπληκτικής τεχνικής, όπως τα άλματα, σηκώματα, ταχύτατα περάσματα στο βάθος της σκηνής, το σόλο της κοπέλας με το φακό, το χορό του επίδοξου αστροναύτη και τους ανατριχιαστικούς κλειστοφοβικούς σχηματισμούς και στάσεις, στα οποία όμως μπορεί να αντιπαρατεθούν αδύνατες σκηνές όπως της γυναίκας με το τσιγάρο ή των ξεβράκωτων ανδρών (κάθε άλλο από επιπλέοντα σώματα πνιγμένων) κι επαναλαμβανόμενες χορευτικές φράσεις που οδηγούσαν σε αποδιάρθρωση της ενότητας και της συνέχειας.
Άξια επαίνων η δεξιοτεχνική αρτιότητα του χορού των δύο χορευτριών, της Ρούλας Κουτρουμπέλη και της Έλενας Τοπαλίδου με τα μακριά ωραία πόδια, καθώς και των δύο από τους τέσσερις χορευτές Γκουανταλούπε Μαρτίνεζ, Γιώργου Μάτσκαρη στους δυσεπίτευκτους κινησιολογικά βηματισμούς του Κώστα Ρήγου.
Απολύτως συμβατά προς το πνεύμα της παράστασης τα εντυπωσιακά ασημόγκριζα σκηνικά των Άννα Γεωργιάδου και Κέννυ Μακ Λήλλαν, έδιναν την αίσθηση του αεροπλάνου και του κλειστού χώρου. Σπουδαία δουλειά έκανε επίσης ο Φίλιππος Κουτσαφτής, χειριζόμενος μ’ επιδεξιότητα τους πολύπλοκους φωτισμούς. Θα προτιμούσαμε όμως σε ορισμένες στιγμές τα πρόσωπα των χορευτών λιγότερο σκοτεινά και να ήταν καταληπτές οι οδηγίες των αεροσυνοδών από το μεγάφωνο, όχι για να συμμορφωθούμε μ’ αυτές, αλλά για να μη διασπούν την προσπάθειά μας από την παρακολούθηση των δρώμενων.
Της Ίσμας Τουλάτου/Το Βήμα, 12 Απριλίου 2002
Η Αποστολία Παπαδαμάκη και ο Κωνσταντίνος Ρήγος μιλούν για τις χορευτικές ομάδες τους που εμφανίζονται στη γερμανική πρωτεύουσα στις παράλληλες εκδηλώσεις της έκθεσης «Ο κλασικός πολιτισμός σήμερα».
Για τον Κωνσταντίνο Ρήγο και την ομάδα του, την Οκτάνα, η περυσινή πρώτη παρουσία τους στη Γερμανία ήταν αναμφίβολα ένα μεγάλο στοίχημα. Ο λόγος, προφανής: πρόκειται για τη χώρα με την πιο καταξιωμένη – ίσως – χορευτική σκηνή, γεγονός που, όπως ο χορογράφος επισημαίνει, σχετίζεται τόσο με την οργάνωση όσο και «με τις ειδυλλιακές οικονομικές συνθήκες». Ο απόηχος ωστόσο της επιτυχίας που σημείωσε η «Τρελή Ευτυχία» στην Κολονία «έφτασε» ως το Βερολίνο και το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού. Το αποτέλεσμα ήταν η πρόσκληση της ομάδας προκειμένου να συμμετάσχει στις παράλληλες εκδηλώσεις της έκθεσης «Ο κλασικός πολιτισμός σήμερα» που, ως γνωστόν, συνεχίζεται στη γερμανική πρωτεύουσα. Η παράσταση «Ίκαρος – αιφνίδια αποσυμπίεση», μια σύνθεση του 1997 που ο Ρήγος χαρακτηρίζει πολύ προσωπική, θα παρουσιαστεί εκεί στις 19 και 20 Απριλίου. […]
Δραστηριοποιούμενοι εδώ και χρόνια στα εγχώρια χορευτικά πράγματα, τόσο η Αποστολία Παπαδαμάκη όσο και ο Κωνσταντίνος Ρήγος βρίσκονται τα τελευταία χρόνια σε σταθερή διαλεκτική σχέση με το εξωτερικό. Ήδη μετά το Βερολίνο ετοιμάζουν βαλίτσες, η πρώτη για την Τσεχία όπου θα λάβει μέρος στο Φεστιβάλ Σύγχρονου Χορού της Πράγας, ο δεύτερος για Πολωνία και Ιταλία. Πιστεύουν μάλιστα ότι ο χορός είναι τα τελευταία χρόνια ένα από τα λίγα «εξαγώγιμα προϊόντα» της χώρας μας.
«Θεωρώ πως σε επίπεδο έμψυχου δυναμικού συνδιαλεγόμαστε απολύτως ισότιμα με τις ευρωπαϊκές χώρες» λέει ο Κωνσταντίνος Ρήγος και συνεχίζει: «Υπάρχει όμως μια σημαντική διαφορά: βρισκόμαστε σε μια άγνωστη χώρα όπου ο χορός ως πρόσφατα δεν υφίστατο. Τώρα αρχίζει να “παίζει” κάποιο ενδιαφέρον. Και πάλι όμως ως μικρομέγαλοι, έχουμε την τάση να συγκρινόμαστε και ως εκ τούτου να γκρινιάζουμε. Ξεχνούμε πως ακόμη και σε “κατεστημένες” χορευτικά χώρες, οι χορογράφοι της ηλικίας μας απέχουν πολύ από το να χαρακτηριστούν πρωταγωνιστές…». […]
Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Ρήγο «το έμψυχο δυναμικό προχώρησε τόσο γρήγορα που η πολιτεία πρόλαβε να ακολουθήσει. Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα σταθερό τοπίο σε ό,τι αφορά τον χορό. Δεν συμμερίζομαι τα περί “άνοιξης” που ακούγονταν πριν από λίγα χρόνια αλλά σαφώς υπάρχουν νέοι άνθρωποι που θέλουν να ασχοληθούν με την τέχνη και ο κόσμος λίγο – πολύ έχει προσανατολιστεί ως προς το τι τον αφορά. Τα πράγματα βέβαια, προχωρούν δύσκολα και με πολύ προσωπικό μόχθο». […]
Του Ανδρέα Ρικάκη
Τι σχέση μπορεί να έχουν και πού να συναντιώνται άραγε τα βίντεο-γκέιμς με τον Κούντερα και τα «περί ιλίγγου», το χέβι-μέταλ με τον Όντεν και το «Μουσείο Καλών Τεχνών» η πασαρέλα της μόδας, μια ύποπτη ντίσκο και η Μέριλιν Μονρόε με την «αιφνίδια αποσυμπίεση», ένα σαφέστατα υπαινισσόμενο πορνοφίλμ με τους «σαν κότες σε κοτέτσι» ταξιδιώτες ενός αεροδρομίου; Όταν «η κίνηση δεν ελέγχεται» επειδή «χάθηκε η ατμοσφαιρική πίεση» σε μια «πτώση σωμάτων που αντιπαλεύουν τη βαρύτητα» όταν οι άνθρωποι ντύνονται, γδύνονται, αλληλοσπαράσσονται, έρχονται σε αδιάφορη σεξουαλική επαφή στις πολυθρόνες ενός σκάφους ή αναπολούν κάποιο βρομερό δωμάτιο μοτέλ ενώ η «ελεγχόμενη συμπίεση μέσα στο αεροπλάνο χάνεται ακαριαία» την ώρα που οι αεροσυνοδοί μεταφέρουν μηχανικά κανάτες νερού, οι οδηγίες εξακολουθούν το παραλήρημά τους, ένα «τσέλο αγχώνεται και αγχώνει» και κάποια «βιολιά πνίγονται σε ανατροπές», όταν ο Ίκαρος βουτάει στο κενό για να φτάσει στο νερό, όταν όλα αυτά, και άλλα τόσα, συμβαίνουν σε μια σκηνή θεάτρου, ε! τότε βρισκόμαστε στην αίθουσα Δ. Μητρόπουλος του Μεγάρου (15/11) και παρακολουθούμε το Ίκαρος – Αιφνίδια Αποσυμπίεση του Κώστα Ρήγου.
Ο άνθρωπος αυτός αποτελεί το «βασικό ένστικτο» του σύγχρονου χορού στην Ελλάδα, είναι πριν απ’ όλα χορογράφος, κυριολεκτικά, μπορεί να γίνεται ακραίος, ωμός, βίαιος, αλλά παράλληλα ρομαντικός, λυρικός, μια ψυχούλα – παρατηρητής της ψυχούλας των άλλων. Όμως σε αυτή την παραγωγή ο πρωτοποριακός Ρήγος το τράβηξε ίσως πέρα από τα όρια της αντοχής, της δικής του αλλά και του κοινού του. Κάποια περισυλλογή στη χρονική διάρκεια δεν θα έβλαπτε. Η Οκτάνα του πάλι, διαθέτει την πιο άψογα κουρδισμένη χορο-ομάδα του τόπου μας. Υποκλινόμαστε μπροστά στις τεχνικές και εκφραστικές ικανότητες και την star quality των Ε. Τοπαλίδου, Ρ. Κουτρουμπέλη, Φ. Νικολάου, Γ. Μάτσκαρη και Γκ. Μαρτίνες. Ο Ρήγος χειρίζεται επιδέξια την ακαταλόγιστη μουσική του Α. Μυταρά, που στοιχειώνει εφιάλτες, ντύνεται με υπέροχα παρακμιακά κοστούμια του Ν. Νατσούλη, εκμεταλλεύεται το απειλητικό σκηνικό των Α. Γεωργιάδου – Κ. ΜακΚέλαν και ξεχύνεται με απόλαυση στους υπαινιχτικούς φωτισμούς του Φ. Κουτσαφτή. Η παράσταση αποτελεί μια πρόταση του 2000, οι ακρότητες φτάνουν στο far out και θα ξεσηκώσουν, ίσως, την μήνιν των αεροπορικών εταιριών καθώς εμείς, οι θεατές, θα σκεφτούμε πολύ πριν ξαναμπούμε σε αεροπλάνο. (Όπως κάποτε κοιτάξαμε με υποψία τα περιστέρια στον Άγνωστο, μετά τα Πουλιά του Χίτσκοκ). Όμως, το ταξίδι με αυτό τον λούμπεν Ίκαρο αποτελεί ένα must. Εξασφαλίστε θέσεις και προσδεθείτε!
Το ελληνικό χοροθέατρο, που έχει αποδείξει ότι μπορεί επάξια να σταθεί πλάι στο σύγχρονο ευρωπαϊκό, τα τελευταία χρόνια έχει αποτολμήσει μια ηρωική «έξοδο», με «μπροστάρη» το Χοροθέατρο «Οκτάνα» που όλο και πυκνώνει τις εκτός συνόρων εμφανίσεις του.
Έτσι, μετά τη δουλειά του Κωνσταντίνου Ρήγου «Ίκαρος – Αιφνίδια αποσυμπίεση» που παρουσίασε τον Απρίλιο στο Βερολίνο, έδωσε, στις 26 Ιουλίου, στο Φεστιβάλ Χορού του Μπολτζάνο στην Ιταλία την πρεμιέρα της καινούργιας του παραγωγής «Ουτοπία», συμπαραγωγής με τον Δήμο Αμαρουσίου – επτά άνθρωποι σε έναν άδειο χώρο και στον συγκεκριμένο χρόνο μιας παράστασης δημιουργούν την προσωπική τους ουτοπία. Η χορογραφία πάνω στο Τρίο με πιάνο σε μι ύφεση του Σούμπερτ, η σκηνοθεσία και η σκηνογραφία είναι του Κωνσταντίνου Ρήγου.
Τον ίδιο μήνα, εξάλλου, η «Οκτάνα» εμφανίστηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού του Μπίτομ στην Πολωνία με την παραγωγή της «Τρελή ευτυχία», πάντα με δημιουργό τον Κωνσταντίνο Ρήγο.
Της Νατάσσας Χασιώτη
Περί ζωής και θανάτου θα μπορούσε να ονομάζεται ο «Ίκαρος» του «Χοροθεάτρου Οκτάνα» (παίζεται αυτόν τον καιρό στο θέατρο «Ιλίσια»), ένα έργο που απόκτησε μια «περίεργη» επικαιρότητα με τα τραγικά γεγονότα της περασμένης εβδομάδας. Η «Κάθοδος στον Άδη» είναι μοτίβο που επαναλαμβάνεται στις εθνικές λογοτεχνίες. Απέκτησε όμως και ο σύγχρονος ελληνικός χορός τον κύκλο των μεταφυσικών προβληματισμών διά των χορογραφικών έργων του Κ. Ρήγου, ο οποίος καλεί το θεατή σε ένα δύσκολο ταξίδι στον κόσμο των υποθετικών του αναπαραστάσεων του «Κάτω Κόσμου».
Ο «Ίκαρος – Αιφνίδια αποσυμπίεση» είναι η αληθοφανής διήγηση της ιστορίας μιας πτώσης αεροσκάφους, ταιριαστή και ετεροχρονισμένη εκδοχή του μύθου του Ίκαρου. Η σύγκρουση, οι παγιδευμένοι επιβάτες, οι ομάδες διάσωσης είναι τα στοιχεία που συνθέτουν και χτίζουν στο μυαλό του θεατή την αληθοφάνεια που είπαμε πιο πάνω, δοσμένη βέβαια σκηνικά όχι σε κατά γράμμα αναπαράσταση, αλλά με τον κατά το δυνατόν πιο αφαιρετικό τρόπο. Γύρω όμως από τα διάσπαρτα αυτά στοιχεία ρεαλισμού υπάρχει η «πραγματική» ιστορία και τα ερωτήματα του χορογράφου: «Θα μπορούσαν να είχαν σωθεί; Μπορούσε να γίνει κάτι άλλο; Είναι αναπότρεπτο το τέλος;» («Is there life after death» δεν ακουγόταν και σε ένα από τα τραγούδια των «Sweet Movie»;). Θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς ότι όλα αυτά αναφέρονται στο συγκεκριμένο επεισόδιο της πτώσης που αποτελεί τον καμβά του έργου. Η εξέλιξη όμως της χορογραφίας, η παρουσίαση των ανθρώπων μικρών, αδύναμων, ανίσχυρων και η αμφίσημη φιγούρα του Ίκαρου Θανάτου, παντοδύναμου κοντά τους, μας ωθεί να πιστέψουμε ότι οι ερωτήσεις αφορούν τη γενικότερη κατάσταση του ανθρώπου. «Μοίρα του ανθρώπου είναι ο θάνατος» μοιάζει να λέει στιγμές ο Κ. Ρήγος, που ενδυναμώνει την ιδέα αυτή με μια εικόνα προς το τέλος του έργου, που μοιάζει να έχει βγει από την «Έβδομη Σφραγίδα» (Ι. Μπέργκμαν), όπου οι ήρωες πιασμένοι από τα χέρια, σε γραμμή παράλληλη προς τους θεατές, συνθέτουν με τις γωνιώδεις στάσεις του σώματός τους μια «αναπαράσταση» ενός Danse Macabre. Αυτό που διαπιστώνει με έκπληξη ο θεατής στον «Ίκαρο» είναι ότι ο χορογράφος επανέρχεται με ένα εύρημα του «Ορφέα», την παρουσίαση των χαρακτήρων των νεκρών, στοιχείο καλοκρυμμένο μέσα στη δράση. Σιγά σιγά το έργο παρουσιάζει την προσωπική ιστορία του καθενός, την κατάληξή του στην «Κόλαση» ή τον «Παράδεισο» και βέβαια την αγωνία όλων μέχρι τη στιγμή του θανάτου τους. Οι ερωτήσεις που τίθενται σ’ αυτό το σημείο της ιστορίας έχουν να κάνουν με το «τι αισθάνεται κανείς, όταν ξέρει ότι το τέλος πλησιάζει; Ονειρεύεται; Θυμάται; Φοβάται;». Έτσι ξεδιπλώνεται μπροστά μας πολύ ποιητικά η σκηνή της παιδικής ηλικίας των αγοριών, το επάγγελμα της μιας κοπέλας, η ερωτική ζωή της άλλης, το πραγματικό πρόσωπο της μιας αεροσυνοδού (υπέροχος ο Lupe Martinez), η πάλη της ψυχής ενός από τους επιβάτες (εξαιρετικός ο Γ. Μάτσκαρης), ωσότου τον κερδίσει η «Κόλαση», σκηνή που αποτελεί και ειρωνικό σχόλιο στις μετά θάνατον τιμωρίες που επιφυλάσσονται σε κατηγορίες ερωτικών «εγκλημάτων».
Καλύτεροι από ποτέ σ’ αυτήν την παράσταση οι χορευτές του «Χοροθεάτρου Οκτάνα» είναι απολαυστικοί και πειστικότατοι στους ρόλους τους. Οι Ε. Τοπαλίδου, Ρ. Κουτρουμπέλη, Φ. Νικολάου, Γ. Μάτσκαρης και Λ. Μαρτίνεζ άψογοι τεχνικά, «σκοτώνονται» επί σκηνής (για να χρησιμοποιήσουμε μια ταιριαστή μεταφορά) ανταποκρινόμενοι στις απαιτητικές «ακροβασίες», την ασφαλή εκτέλεση των οποίων εγγυάται μόνο ο πολύ καλός χρονικός συντονισμός όλων. Ο χορογράφος επί σκηνής πολύ καλός στο ρόλο του, και όλοι μαζί με το απαιτούμενο στυλ στα πιο hard μέρη της μουσικής του Α. Μυταρά.
Του Αδριανού Γεωργίου/Ραδιοτηλεόραση, 14 Φεβρουαρίου 1998
Ο μύθος του Ίκαρου ως θέμα για μια χοροθεατρική παράσταση είναι ιδανικός. Είναι η βαθιά ανάγκη του ανθρώπου να απαλλαγεί απ’ τη γήινη έλξη, να αποβάλει το βάρος του σώματός του και να σηκωθεί στον αέρα. Αυτή την επιθυμία, της αποκόλλησης απ’ το φλοιό της γης, βλέπεις στην προσπάθεια των χορευτών. Αυτή τη λαχτάρα της απογείωσης εκφράζει ο χορός, που είναι και ένας βαθύτερος πόθος απελευθέρωσης απ’ την επάχθεια της ύλης, μια αποσκίρτηση απ’ τη γήινη μοίρα. Ο θεατής που οδηγήθηκε από τέτοιες προσδοκίες και πήγε να δει πώς εμπνεύσθηκε ο Κωνσταντίνος Ρήγος απ’ τον βλάσφημο νέο που θέλησε να γίνει πουλί, θα κατακρημνίσθηκε απ’ τον αιθέρα όπως ο μυθολογικός ήρωας. Και πέφτοντας στο κενό ο θεατής θα είχε την ευκαιρία να συλλογιστεί πως σ’ αυτήν την απνευματική εποχή μας δεν υπάρχει περιθώριο για υψιπετείς προσδοκίες. Η μόνη σχέση που αντιληφθήκαμε να υπάρχει ανάμεσα στο μύθο του Ίκαρου και του ρηγείου κατασκευάσματος είναι η ασέβεια. Η διαφορά είναι πως ο Ίκαρος ασέβησε απέναντι στους φυσικούς νόμους για να φτάσει τον ήλιο, ενώ ο Ρήγος ασέβησε απέναντι στην Τέχνη για να πρωτοτυπήσει και να παραδοξολογήσει.
Με ευκαιρίες τα ποικίλα φορητά φωτιστικά σώματα συνθέτονταν κάθε φορά κάποια χορευτικά σύνολα και σόλο απ’ τα πιο ανέμπνευστα και αμήχανα που έχω δει. Φακοί, φορητοί λαμπτήρες φθορίου, τροχιοδεικτικοί φωτεινοί σωλήνες, λαμπιόνια κινδύνου, σώματα εκλάμψεων, κάσκες ανθρακωρύχων με ενσωματωμένα φωτιστικά, φανάρια πάσης φύσεως, μια αλληλοδιαδοχική παρέλαση με ό,τι είδος φωτιστικού διαθέτει η αγορά και έχει επινοήσει η τεχνολογία, κρατημένο στο χέρι ή φορεμένο στο σώμα αποτελούσε, ας πούμε, το κεντρικό στοιχείο διά του οποίου ή πέριξ αυτού, αναπτυσσόταν η χορογραφία. Ποια χορογραφία; Κινήσεις και συνθέσεις απελπιστικής κοινοτοπίας. Έμπαιναν χορευτές, μόνοι, ζευγάρια ή κουαρτέτα, απαραιτήτως τα φωτιστικά τους φέροντες, εκτελούσαν τα διατεταγμένα, αποχωρούσαν για να μπουν άλλοι στη συνέχεια. Κατά διαστήματα μια ηχογραφημένη φωνή, σε απομίμηση ανακοινώσεων και οδηγιών αεροπλάνου ή αεροδρομίου, έλεγε ένα κείμενο, με προσπάθεια να φανεί ελλειπτικό, τάχα σουρεαλιστικό με ποιητικές ανησυχίες. Και απ’ όλα αυτά έννοια καμία, υποβολή καμία, μετάδοση της μαγείας του χορού, τίποτα και καθόλου.
Ένα μέρος του φιλοθεάμονος κοινού ανακάθησε εντυπωσιασμένο όταν ένας των χορευτών εμφανίσθηκε ολόγυμνος. Αυτή η έμπνευση ήταν πράγματι μια αήθης πρωτοτυπία. Δεν ξανάγινε! Και δεν έχει ξαναγίνει απλούστατα γιατί το ανδρικό γυμνό δεν πειθαρχεί ολόκληρο στις προσταγές της χορογραφίας. Υπάρχουν προεξοχές ανυπότακτες που ακολουθούν δική τους χορογραφική λογική και αυτό είναι άκρως αντιαισθητικό. Δεν μπορώ να φαντασθώ ποια αναγκαιότητα ώθησε το χορογράφο της παράστασης να μας εμφανίσει το χορευτή του γυμνό και να εμφανισθεί και ο ίδιος με γυαλιά μεν απολύτως ακάλυπτος δε. Είναι άραγε κραυγή απελπισίας, μήνυμα επικοινωνίας ή τόλμη και γοητεία; Για τους πολύ προβληματισμένους επ’ αυτού υπήρχε ακόμα μια σκηνή που θα μπορούσε να βοηθήσει στην κατανόηση της τολμηρότητας.
Και ο χορός; Η αισθητική μέθεξη; Η αρμονία των κινήσεων και των σωμάτων; Η εκπνευμάτωση της ύλης; Μα τι είναι όλα αυτά που ζητάνε, αγαπητοί μου; Δεν έχετε συνειδητοποιήσει σε ποια κατακτημένη χώρα ζούμε; Μήπως είστε συντηρητικοί;
Της Νατάσσας Χασιώτη/Η Κυριακάτικη Αυγή, 11 Αυγούστου 2002
Με ασπρόμαυρο ντεκόρ, λιτούς φωτισμούς και κοστούμια – όπως πάντα – με στοιχεία της μόδας, παραδόθηκε στο κοινό της avant-premiere, στον χώρο της «Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών», ο νέος «Ίκαρος» του Κωνσταντίνου Ρήγου με τίτλο «Ουτοπία». Κρατώντας ελάχιστα στοιχεία από τον εκρηκτικό «Ίκαρο – Αιφνίδια Αποσυμπίεση» του 1997, ξαναχορογράφησε το έργο, η επίσημη πρώτη του οποίου έγινε στο Φεστιβάλ του Μπολτσάνο στην Ιταλία, μια εβδομάδα μετά την παρουσίασή του στη Θεσσαλονίκη. Ο θάνατος μιας ομάδας ανθρώπων που «πετούν» επανήλθε ως ιδέα, αυτή τη φορά όμως χωρίς την υπόμνηση της πτήσης όπως αυτή γινόταν από την αφηγήτρια στην πρώτη εκδοχή του έργου. Οι χορευτές στην «πτώση» τους ως χαρακτήρες της χορογραφίας έγιναν «αντικείμενα» που στριφογυρίζουν για λίγο στον ουρανό πριν σωριαστούν τελικά (όπως οι χαρταετοί), σώματα που είναι βέβαιο ότι θα χτυπηθούν και θα πληγωθούν κατά την πρόσκρουση, σκέψεις και αναμνήσεις που υποθέτει κανείς ότι έρχονται στο μυαλό εκείνων που ξέρουν ότι ο χρόνος που τους απομένει είναι λίγος (οι επιβάτες των αεροπλάνων της 11ης Σεπτεμβρίου;). Ο Κ. Ρήγος σχολιάζει τελικά πώς όλες οι «πτήσεις», όλες οι διαδρομές που έχει κάνει στη ζωή του είναι εγγεγραμμένες μέσα του (πρακτικά στη σκηνή οι χορευτές έγραψαν στα σώματά τους τις διαδρομές τους με το Χοροθέατρο Οκτάνα, την ομάδα τους) αλλά ποια ακριβώς είναι η αξία τους και για ποιον, μετά το τέλος; Με σιωπή και ένα απαράλλακτα επαναλαμβανόμενο μουσικό μοτίβο, χωρίς βιασύνη (μάλλον με πρωτοφανή ηρεμία), ο χορογράφος ασχολήθηκε με το θέμα του σχεδόν με την ψυχρότητα εργαστηριακού ερευνητή.
Τεχνικά άψογοι, συναισθηματικά όχι ακόμη μέσα στην ατμόσφαιρα του έργου οι χορευτές, απέδωσαν με πίστη αλλά και άνισο πάθος αυτό που φαίνεται ότι προμηνύει κάποια αλλαγή πλεύσης εκ μέρους του Κ. Ρήγου. Η συναισθηματική, μουσική, σκηνική και κινησιολογική λιτότητα φαίνεται να προαναγγέλλουν μια νέα δημιουργική φάση πειραματισμού με διαφορετικό στυλ, καθώς και τρόπο επεξεργασίας των ιδεών, πιο κοντά στην αφαίρεση. Φαίνεται επίσης να σηματοδοτεί και μεγαλύτερη, οργανική αλληλεξάρτηση και επαφή μεταξύ των χορευτών, πέρα από την «τυπική», «προκαθορισμένη» εκτέλεση ντουέτων ή ομαδικών μερών. Αν όντως είναι έτσι τα πράγματα, προβλέπεται η σουρεαλιστική ματιά του Κ. Ρήγου να αποκτήσει νέα δυναμική και βάθος που θα εκπλήξει.
Το ίδιο βράδυ, δόθηκε και η πρεμιέρα του «Ηρακλή», του Ευριπίδη, στο Θέατρο Δάσους. Το αναφέρουμε εδώ γιατί την ευθύνη της χορογράφησης των Χορικών είχε ο Κ. Ρήγος και αξίζει ένα μεγάλο μπράβο γιατί αυτό που είδαμε όχι μόνο δεν ήταν μια «χορογραφική αρπαχτή», αλλά απεναντίας, ήταν μια εξαιρετικά ευφάνταστη πρόταση, η καλύτερη και σοβαρότερη που έχει δείξει ποτέ ο ίδιος, (γεγονός που του «ανεβάζει τον πήχη» όσον αφορά ανάλογες δουλειές του στο μέλλον). Ειδικά το τρίτο χορικό ήταν, νομίζουμε, υποδειγματικό και εκτελέστηκε εξαιρετικά από τα μέλη του Χορού.
Η (ρυθμική) αφήγηση υποστηρίχθηκε από αναπαράσταση των κατορθωμάτων του Ηρακλή, με κέφι θεμιτό στην Εμμέλεια, και κινησιολογική «μίμηση»/υπόμνηση όσων περιγράφονταν στο εκφερόμενο κείμενο, έτσι ώστε το ένα να μην υπερκαλύπτει το άλλο, αλλά να το συμπληρώνει και να υποδηλώνει την ανάγκη να συνυπάρξουν. Δεν μπορεί παρά να παραδεχθεί κανείς ότι επρόκειτο για μια εμπνευσμένη πρόταση και εξαιρετικό παράδειγμα προς μίμηση.
Ανταπόκριση: Ν. Χειλάς
Καθημερινή, 23 Απριλίου 2002
Οι θεατές είναι πιο ειδήμονες από τους κριτικούς. Ή, τουλάχιστον, πιο ευγνώμονες. Ή, πιο ευγενικοί. Αυτό θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς από τις αντιδράσεις των θεατών το περασμένο Σαββατοκύριακο στις παραστάσεις του χοροθεάτρου Οκτάνα στη σκηνή Berliner Festspiele του Βερολίνου, που γίνονται με πρωτοβουλία του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού στο πλαίσιο της έκθεσης «Ο κλασικός πολιτισμός – η Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα». Το κοινό, γύρω στα 300 άτομα κάθε βραδιά, έδειξε όντως ενθουσιασμένο από τον «Ίκαρο» του Κωνσταντίνου Ρήγου καταχειροκροτώντας στο τέλος της παράστασης τους συντελεστές της. «Είναι σύγχρονο αστικό χοροθέατρο» έλεγε ένας επισκέπτης. «Επιτέλους, όχι φολκλόρ» πρόσθεσε ένας άλλος. «Είδαμε ένα δράμα στο οποίο οι πρωταγωνιστές ψάχνουν και ψάχνονται, χωρίς να τελειώνει, ή να ολοκληρώνεται ποτέ η αναζήτησή τους».
Οι κριτικοί, αντίθετα, προτίμησαν τη σιωπή. Και ο μόνος που καταδέχθηκε να σχολιάσει την παράσταση, ο Φραντς Άντον Κράμερ στην εφημερίδα «Frankfurter Allgmeine», το έκανε προφανώς χάριν ειρωνείας. Ήδη ο τίτλος του σημειώματος, «Βουτιά στο νερό», προϊδεάζει για τον τρόπο γραφής.
«Η κλασική εποχή είναι υπομονετικό ζώο. Στην πλατιά ράχη του μεταφέρει στωικά και ό,τι νεότερο παράγεται» αρχίζει το άρθρο υπονοώντας το γεγονός ότι ο μύθος του Ίκαρου έχει μεταφερθεί σε σύγχρονο αεροπλάνο. Το υπόλοιπο είναι «μπηχτές», που αφορούν είτε τη «φυσιογνωμικά κλασική εμφάνιση» των πρωταγωνιστών, είτε τη «μελαγχολική ασίγαστη κινητικότητά τους – με ή χωρίς ρούχα». «Η ιστορική εικονογραφία φωτίζεται μόνο σύντομα με εικόνες ανθρώπων που γκρεμίζονται από τον ουρανό. Αντί γι’ αυτό επιτρέπεται μάλιστα στη Μέριλιν Μονρόε να συγχαρεί, ψελλίζοντας, κάποιον για τα γενέθλιά του. Που σημαίνει ότι οι πτήσεις στο Διάστημα δεν είναι πάντα αναγκαστικά αεροναυπηγικής μορφής – και ότι οι κίνδυνοι της πτήσης είναι πάμπολλοι» καταλήγει το σημείωμα. […]
Τόσο η «Berliner Morgenpost» όσο και η «Tagespiegel» – αν και εδώ επίσης με κάποια δόση ειρωνείας – αφιέρωσαν θετικά σχόλια στις παραστάσεις. «Δεν θα έπρεπε να περιμένει κανείς περισσότερα, αν ληφθεί υπόψη ότι η ατζέντα της πόλης είναι κορεσμένη με εκδηλώσεις των καλύτερων συγκροτημάτων του κόσμου» έλεγε ειδήμων. «Και ότι οι κριτικοί του Βερολίνου είναι μεν από τους πιο ικανούς, αλλά και από τους πιο μπλαζέ της Ευρώπης».
Του Ανδρέα Ρικάκη/Καθημερινή, 14 Φεβρουαρίου 1998
Ενώ το 1998 άνοιξε χλιαρά, αν όχι παγερά, τη χορευτική του αυλαία, εμείς κάνουμε όπως πάντα τον απολογισμό μας για τη χρονιά που πέρασε. Σε γενικές γραμμές τρεις υπήρξαν οι κύριοι πόλοι έλξης των χοροδρωμένων και οι τρεις θεσμοί. Ο κατεστημένος του Φεστιβάλ Αθηνών, ο τρίχρονος ήδη του Φεστιβάλ Καλαμάτας (να τα εκατοστήσει!) και ο άρτι δημιουργηθείς (ελπίζουμε, ευχόμαστε) του Μήνα Χορού στο Μέγαρο Μουσικής. ΤΟ Φεστιβάλ Αθηνών πρότεινε «μια από τα ίδια» για μας τους δύσκολους, αλλά συνάντησε την αμέριστη συμμετοχή του κοινού – φίσκα πολλές φορές το Ηρώδειο! Η Καλαμάτα συνεχίζει ακλόνητη (χτύπα ξύλο!) και εμείς απολαμβάνουμε την Τρίσα Μπράουν, τους Μπουβιέ-Ομπαντιά ή τα Αστέρια του Διεθνούς Μπαλέτου. Όμως ο Μήνας Χορού στο Μέγαρο είναι που έφερε τη χορευτική κίνηση της πρωτεύουσας στο απόγειο της. Για να φτάσει στην αποκορύφωση και στην αποθέωση με το Μπαλέτο της Όπερας της Λυών. Το συγκρότημα αυτό μπορεί να παρεξηγήθηκε από το σύνηθες – απληροφόρητο – κοινό του Μεγάρου (βλέπε και Πελλέας και Μελισσάνθη) που ενώ περίμενε μπαλαρίνες με πουάντ και ρομαντικά γλυκερές μουσικές, συνάντησε μια συναρπαστική «μοντέρνα» ομάδα με ένα έξοχο – όσο και «κλασικό» – πρωτοποριακό προγραμματισμό. Οπωσδήποτε ο τίτλος του συγκροτήματος μπορεί να παραπλανήσει. Από τις τέσσερις ελληνικές παραγωγές- παραγγελίες ξεχώρισε η σύνθεση του Γ. Κουμεντάκη Καταιγίδα (πότε θα βγει σε CD;) και η Far-Out χορογραφία του Κ. Ρήγου για τον Ίκαρο που ρίχνει το γάντι στους ομολόγους του, καθώς οδηγεί το χορο-βηματολόγιο του 2000. […]